Ήμουν ξαπλωμένη, σε ένα κρεβάτι… όλα μου ήταν άγνωστα γύρω μου. Τίποτα δεν μου έφερνε κάποια μνήμη. Ποια ήμουν άραγε; Και τι ήταν εδώ που βρισκόμουν; Απέναντι μου έβλεπα ένα ρολόι και ένα τραπέζι με μια καρέκλα, κοιτούσα γύρω άλλα δεν αναγνώριζα… Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα και μπήκε μια γυναίκα στα άσπρα ντυμένη, μου χαμογέλασε και μου είπε:
«Πως είμαστε σήμερα;»
«Ποια είσαι εσύ; Που είμαι;»
«Ηρεμήστε σε παρακαλώ…»
«Θέλω να φύγω, αφήστε να φύγω… δεν θέλω να είμαι εδώ.»
Η επίσκεψη του γιατρού ώρες μετά δεν με βοήθησε να καταλάβω και πολλά από αυτά που είπε. Μου έκανε μια ηρεμιστική ένεση και χάθηκα στο λήθαργο του ύπνου
Το μόνο θετικό είναι ότι μου εξήγησε ότι έχω ένα θείο, ο οποίος θα με πάρει στο σπίτι του, γιατί δεν μπορούσαν να με κρατούσαν άλλο στο νοσοκομείο. Το απόγευμα της ίδιας μέρας, ήρθε ένας χαμογελαστός άνδρας γύρω στα πενήντα, να με πάρει. Ήταν πολύ καλός μαζί μου, αλλά ακόμη δεν ένιωθα άνετα μαζί του. Πέρασαν μέρες για να με πείσει να πάω μαζί του, και ζήτησα να μου δείξει κάποιες φωτογραφίες ή έγραφα ότι είμαστε συγγενείς και το έκανε. Μετά από αρκετή κουβέντα με έπεισε.
ΕΙΚΟΣΙΤΕΤΡΑΩΡΑ ΜΕΤΑ
Μπήκαμε στο λεωφορείο, ύστερα από δυο ώρες είχαμε φτάσει στο σπίτι του. Μας καλοδέχτηκε η γυναίκα του, μια ευγενική και καλοσυνάτη γυναίκα και με πήγε στο δωμάτιο που θα γινόταν το καταφύγιο μου. Ένα πολύ ζεστό δωμάτιο, που έβλεπε σ’ ένα μικρό κήπο από την πίσω πλευρά του οικήματος.
Οι μέρες κυλούσαν ήρεμα μέχρι… που ένα βράδυ στο είδα στο ύπνο μου…
«Επικρατούσε
χάος παντού και γύρω μου… Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι δεν μπορούσε να κουνηθείς…
ξαφνικά έβλεπες να πετάγονται φωτιές από το πουθενά και δεν μπορούσες να
αναπνεύσεις, καπνοί, σώματα να σε σπρώχνουν, ουρλιαχτά να ακούγονται… η αδερφή
και η μητέρα μου με κρατούσαν γερά… Αλλά μέσα στην αναμπουμπούλα τις έχασα.
«Μαμά, Ανέτα που είστε;» φώναξα αλλά δεν με
άκουσαν.
Μέσα στο πλήθος άκουσα μια γυναίκα να
φωνάζει: «Θα μας κάψουν τρέξτε…» Ο φόβος με κυρίεψε και άρχιζα να τρέχω, όπως
κινιόμουν για να φτάσω στην προβλήτα του λιμανιού σκόνταψα και έπεσα… χτύπησα
και έβγαλα αίμα, αλλά δεν με ένοιαζε. Συνέχιζα να τρέχω, έβηχα δυνατά, δεν
μπορούσα να αναπνεύσω. Περνώντας από ένα
στενό δρομάκι, είδα μια γυναίκα αιμόφυρτη, αλλά δεν έκανα τίποτα… έτρεχα
χειρότερα. Μέχρι που ένιωσα ένα πόνο στο κεφάλι και δεν θυμάμαι τίποτα. Ένα κενό…
Οι κραυγές μου δεν έβγαιναν μέχρι που ούρλιαξα:
«Βοήθεια!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου