To «ΈΜΜΑ» είναι ένα κωμικό μυθιστόρημα της Τζέιν Όστεν που πρωτοδημοσιεύθηκε το 1815. Ο κύριος χαρακτήρας είναι η Έμμα Γούντχαουζ, που περιγράφεται στην πρώτη παράγραφο του έργου ως «όμορφη, έξυπνη και πλούσια» αλλά συγχρόνως κακομαθημένη. Η Γούντχαουζ είναι η πρώτη ηρωίδα της Όστεν που δεν έχει οικονομικές έννοιες και αυτός, όπως δηλώνει στην αφελή μις Σμιθ, είναι ο λόγος που δεν έχει ιδιαίτερη επιθυμία να παντρευτεί. Επίσης εμφανίζεται εντυπωσιακά υπεράνω κάθε ρομαντικής έλξης και σεξουαλικής επιθυμίας. Είναι μια ιδιαίτερη ηρωίδα, πολύ δυναμική για την εποχή της από όσες έχει γράψει η συγγραφέας.
Στην αρχή του μυθιστορήματος η Έμμα μόλις έχει παραστεί στον γάμο της Μις Τέιλορ, παλιάς γκουβερνάντας της και καλής της φίλης. Επειδή ήταν αυτή που σύστησε τη μις Τέιλορ στον σύζυγό της κύριο Γουέστον, η Έμμα θεωρεί ότι σε αυτήν οφείλεται ο γάμος τους και αποφασίζει ότι αρέσει να κάνει προξενιά. Παρά στις συμβουλές του κύριου Νάιτλυ η Έμμα αποφασίζει να προξενέψει την καινούρια της φίλη Χάριετ Σμιθ, μια γλυκιά αλλά όχι πολύ έξυπνη δεκαεπτάχρονη κοπέλα στον κύριο Έλτον, τον τοπικό ιερέα. Προηγουμένως όμως πρέπει να πείσει τη Χάριετ να αρνηθεί την πρόταση γάμου ενός αξιοσέβαστου νεαρού αγρότη, του κύριου Μάρτιν –κάνοντας λάθος και το καταλαβαίνει ύστερα, –προσπαθεί να δημιουργήσει ευτυχισμένα ζευγάρια. Μετά από πολλές παρεξηγήσεις και ευτράπελα η Έμμα αντιλαμβάνεται ότι ο κύριος Νάιτλυ ότι είναι ερωτευμένος με την Έμμα καθ´όλη την διάρκεια του βιβλίου και μετά την ανακάλυψη του αρραβώνα της Τζέιν και του Φρανκ, κάνει πρόταση γάμου στην Έμμα. Σύντομα μετά από αυτό η Χάριετ συμφιλιώνεται με τον νεαρό αγρότη τον κύριο Μάρτιν, η Τζέιν συμφιλιώνεται με την Έμμα και όλοι ζουν ευτυχισμένοι.
Η γραφή της είναι στρωτή με πολύ ωραίο λεξιλόγιο που σε βοηθάει να καταλάβεις την πλοκή της ιστορία και η τεχνική της συγγραφής του «τρίτου προσώπου» κατανοείς καλύτερα τους ήρωες του. Το σίγουρο είναι ότι προκαλεί συναισθηματική φόρτιση στον αναγνώστη ακόμη και αγωνία κάποιες φορές για την ‘τύχη’ των χαρακτήρων με έντονο το στοιχείο της δικαίωσης. Τελικά οι χαρακτήρες τοποθετούνται στην θέση τους με τον πιο όμορφο τρόπο. Ένα όμορφο ρομαντικό μυθιστόρημα εποχής που δεν αφήνει κανέναν παραπονεμένο τον αναγνώστη που θα το διαβάσει.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ:
Η Έμμα Γούντχαουζ, όμορφη, ευφυής, πλούσια, με ένα άνετο σπίτι και πρόσχαρο χαρακτήρα, φαινόταν να συνδυάζει κάποια από τα πλέον περιζήτητα προσόντα· στα είκοσι ένα χρόνια της ζωής της ελάχιστα ήταν εκείνα που την είχαν δυσαρεστήσει ή ανησυχήσει. Ήταν η μικρότερη από τις δύο κόρες ενός εξαιρετικά τρυφερού και ανοιχτόκαρδου πατέρα. Η αδελφή της είχε παντρευτεί σε πολύ νεαρή ηλικία και η Έμμα είχε αναλάβει από νωρίς τον ρόλο της κυρίας του σπιτιού. Η μητέρα της είχε πεθάνει καιρό πριν και είχε μόνο ελάχιστες θολές αναμνήσεις της τρυφερότητάς της· ωστόσο, τη θέση της είχε πάρει μια θαυμάσια γυναίκα –η γκουβερνάντα της–, η οποία είχε αντικαταστήσει επάξια τη μητέρα της. Δεκαέξι χρόνια έμεινε η δεσποινίδα Τέιλορ στο σπιτικό των Γούντχαουζ, και ήταν περισσότερο φίλη και λιγότερο γκουβερνάντα, αγαπούσε πολύ και τα δύο κορίτσια, αλλά η Έμμα ήταν η αδυναμία της. Ανάμεσά τους υπήρχε η οικειότητα που συναντά κανείς σε αδελφές. Την εποχή που η δεσποινίδα Τέιλορ διατηρούσε ακόμη τυπικά την ιδιότητα της γκουβερνάντας, ο ήπιος χαρακτήρας της δεν της είχε επιτρέψει ποτέ να καταπιέσει στο ελάχιστο την Έμμα, και καθώς η επιρροή της όποιας εξουσίας της είχε πλέον εξασθενίσει, οι δυο γυναίκες έγιναν πολύ στενές φίλες. Η Έμμα, κατά βάθος, έκανε ό,τι ήθελε – παρότι έτρεφε ιδιαίτερο σεβασμό για τις απόψεις και τις κρίσεις της δεσποινίδας Τέιλορ, στο τέλος έκανε το δικό της.
Αν μπορούσε να προσάψει κάποιος κάτι στην Έμμα, ήταν αυτή ακριβώς η υπερβολική ανεξαρτησία της και η τάση της να υπερεκτιμά τον εαυτό της: ίσως αυτά τα χαρακτηριστικά της να ήταν και το μοναδικό ελάττωμά της που θα μπορούσε να περιορίσει την τόση καλοτυχία της. Ωστόσο, προς το παρόν, ο κίνδυνος αυτός δεν ήταν και τόσο ορατός. Η θλίψη –μια ανεπαίσθητη θλίψη– ήταν αναπόφευκτο να έρθει κάποια στιγμή, αλλά όχι με τη μορφή μιας δυσάρεστης συνειδητοποίησης. Η δεσποινίδα Τέιλορ παντρεύτηκε. Αυτή η απώλεια ήταν το πρώτο γεγονός που τη λύπησε. Τη μέρα του γάμου της αγαπημένης της φίλης, η Έμμα για πρώτη φορά δεν μπορούσε να απαλλαγεί από τις μαύρες σκέψεις. Όταν τελείωσε η τελετή και έφυγαν οι καλεσμένοι, η Έμμα και ο πατέρας της κάθισαν οι δυο τους να δειπνήσουν, χωρίς να περιμένουν κάποιον τρίτο που θα μπορούσε να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα της βραδιάς. Ως συνήθως, μετά το φαγητό ο πατέρας της πήγε για ύπνο κι εκείνη απέμεινε μόνη να συλλογίζεται αυτά που είχε χάσει.
Η εξαιρετικά ιδιαίτερη ματιά της στα
ζητήματα των ανθρώπινων σχέσεων επίσης ο καταπληκτικός τρόπος να δημιουργεί χαρακτήρες είναι μερικά από τα
χαρακτηριστικά του έργου της, που ποτέ δεν έπαψε να συγκινεί και να γοητεύει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου