Μετά από πολλές συζητήσεις το ζευγάρι αποφασίζει να ενώσει τις ζωές τους… Τελικά η Μαρία φοράει το λευκό ταγέρ, την βοηθούν οι νοσοκόμες της κλινικής που διαμένει τα τελευταία χρόνια, για το γάμο που θα γίνει στο εκκλησάκι που υπάρχει στο νοσοκομείο. Τα παιδιά της βρίσκονται στο εξωτερικό και δεν μπορούν να είναι κοντά της στα προβλήματα που αντιμετωπίζει. Παρόλο που έχει συζητήσει μαζί τους, δεν συμφωνούν και δεν θα είναι εκεί, άλλα είναι δίπλα της μόνο οι νέοι φίλοι που έχει κάνει όσο καιρό βρίσκεται στο νοσοκομείο. Έχει μια ελπίδα ότι και στην τελευταία στιγμή θα έρθουν τα παιδιά της, κοιτάζοντας ανυπόμονα την ανοιχτή πόρτα με λαχτάρα, ελπίζοντας να δει το χαμόγελο τους. Ποτέ δεν θα ξεχάσει εκείνο το τηλεφώνημα...
Το χέρι της έτρεμε αλλά
πληκτρολογούσε τον αριθμό γιατί η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. Μετά από τέσσερα
χτυπήματα ακούει την φωνή της κόρης της.
«Τόνια, κοριτσάκι μου!» την
προσφωνεί.
«Μαμά, είσαι καλά; Συμβαίνει κάτι;
Προχθές μιλήσαμε…»
«Όχι, παιδί μου μην ανησυχείς. Η
υγεία μου είναι καλά για κάτι άλλο, σου τηλεφωνώ.»
«Δηλαδή;»
«Δεν ξέρω πώς να ξεκινήσω. Βλέπεις
είναι άβολο η μητέρα να λέει τέτοια πράγματα με τα παιδιά της.»
«Θα μου πεις ή θα με σκάσεις;»
«Μετά από αρκετά χρονιά μοναξιάς,
χωρίς μια συντροφιά αποφάσισα να μοιραστώ
όση ζωή, μου απομένει με έναν
άνθρωπο που εκτιμώ.»
Για αρκετά δευτερόλεπτα υπάρχει μια
εκκωφαντική σιωπή ακουγόταν μόνο οι ανάσες τους.
«Τόνια είσαι εκεί;»
«Θα το πάρω ως ένα μεγάλο κακόγουστο
αστείο και θέλω να πιστέψω ότι θες να αντικαταστάσεις τον πατέρα μου!»
«Τόνια μου, νιώθω μόνη μου και όσο
ακόμη μου μένει θέλω να ζήσω με παρέα κατάλαβε με!»
«Δεν θα σου πω κάτι άλλο. Όταν
λογικευτείς θα ξανά μιλήσουμε.»
Οι μέρες περνούν αλλά η κατάσταση δεν
έχει αλλάξει… Η Μαρία κουμπώνει το σακάκι της ελπίζοντας πριν χαράξει το νέο
δρόμο που θέλει να έχει και την αγάπη της Τόνιας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου