Η εποχή της σκλαβιάς τετρακόσιων χρόνων είχε φύγει για ένα λαό που ταλαιπωρήθηκε αφού επαναστάτησαν εναντίον τους υπήρξε η λευτεριά τους... Υπήρχε δυσκολία στα οικονομικά αλλά θα πάλευαν για να επανέλθουν. Η Αθήνα προσπαθούσε να βρει την λάμψη της! Τα πόδια της Μαρίας την οδηγούσαν στα σοκάκια της Αθήνας από πρωί για να δουλέψει. Έπλενε σε ένα σπίτι για να μπορέσει να ζήσει. Είχε μετανιώσει που τον παντρεύτηκε για να κάνει το χατίρι της οικογένειάς της. Οι γονείς της ένιωθαν λόγο της μεγάλης ανέχειας δεν μπορούσαν να την φροντίσουν και θεώρησαν ότι θα το έκανε εκείνος. Πόσο δύσκολη ήταν η ζωή τους; Αφού έκανε την δουλειά της εννέα ώρες σε ένα σπίτι στην οδό Αιόλου… Πήγε στο μικρό παντοπωλείο της περιοχής. Είχε πολύ μεγάλο ποσό σε βερεσέ αλλά δεν υπήρχε άλλη λύση. Αφού εισχώρησε στο μαγαζί την είδε ο κυρ Λευτέρης.
«Καλώς το Μαριώ...»
«Γεια σου κυρ Λευτέρη, ήρθα να πάρω λίγες φακές και ένα κιλό φασόλια και λίγο πάγο για το ψυγείο μας.»
«Να σου δώσω...»
«Πάρε και αυτά τα 90 δραχμές, και τα υπόλοιπα την επόμενη φορά.»
Ο Κυρ Λευτέρης της χαμογέλασε γιατί ήξερε πόσο δύσκολα περνούσε, αν ήταν αλλιώς τα οικονομικά του θα της τα χάριζε. Αλλά δεν γινόταν.
«Μόνη σου θα τα πάς;»
«Ε, τι με παρέα;»
«Να σου φωνάξω τον Κωστή, μισό λεπτό...»
«Δεν χρειάζεται.»
«Σώπασε, ξέρω 'γω!»
Τελικά η Μαριώ έφυγε μαζί με τον Κωστή, ό οποίος κουβαλούσε τον πάγο. Ήταν πολύ η διαδρομή αλλά δεν βαρυγκωμούσε... Την ήθελε αλλά ποτέ δεν τόλμησε εκείνον και δεν της είπε τίποτα ανοιχτά.
«Μαριώ φαίνεσαι κουρασμένη...»
«Έπλυνα ώρες τι να κάνω;»
«Και ο άνδρας σου τι κάνει; Ε;»
«Δουλεύει...»
«Ναι, και να κάνει κρασί. Α, ρε Μαριώ...»
«Σε παρακαλώ...»
Εκείνη την ώρα πέρναγε ο παγωτατζής... τον σταμάτησε και την κέρασε ένα παγωτό και προχώρησαν. Λίγο πριν φτάσουν στο σπίτι, του πήρε τον πάγο από τα χέρια για να συνεχίσει μόνη της, δεν ήθελε να την κουτσομπολεύει η γειτονιά. Όταν μπήκε στο σπίτι, και έβαλε τον πάγο στο ψυγείο και την φέτα, παρατήρησε τον άνδρα του να κοιμάται την ντιβανοκασέλα αφού, είχε πιει ένα τέταρτο κρασί. Δεν άντεχε αυτή την κατάσταση, την περίοδο του πολέμου σταμάτησε αυτό αλλά ξανά άρχισε και η Μαρία δεν το άντεχε αυτό. Ήθελε να το χωρίσει αλλά που θα πήγαινε; Τι θα έκανε; Έπρεπε να τον ανέχεται, μαύριζε η ψυχή της.
Έπειτα ξύπνησε και πήγε κοντά της…
«Μαγείρεψε τίποτα;»
«Τώρα γύρισα…»
«Μπα και που σεργιάνιζες;»
«Πήγα να πάρω πάγο και φέτα που δεν είχαμε Στέλιο μου.»
«Μάλιστα, κατάλαβα. Πάλι σε αυτόν τον λιγούρη τον Κωστή πήγες…»
«Μα τι λες; Παραλογίζεσαι…»
«Το ακούσαμε κι αυτό. Αν σε ξανά να σε πλησιάζει θα τον σκοτώσω. Τώρα τσακίσουν να φτιάξεις κάτι να φάω.»
Η κοπέλα έφυγε από μακριά του γιατί δεν άντεχε άλλο, δεν τον μπορούσε άλλο. Μακάρι να μην τον παντρευόταν ποτέ. Ένιωθε τόσο μόνη…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου