Ο Πόπολάρος είναι ένα από τα πιο γνωστά έργα του Γρηγορίου Ξενόπουλου. Το είδος της λογοτεχνίας είναι κοινωνικό. Στα έργα του διακρίνεται ο κόσμος της Ζακύνθου και ταυτόχρονα απεικονίζεται η αθηναϊκή αστική κοινωνία. Τον απασχολούν τα κοινωνικά προβλήματα της εποχής στην οποία έζησε και συχνά διατυπώνει τους προβληματισμούς του. Εισχωρεί στη νοοτροπία των ανθρώπων, στα καθημερινά τους προβλήματα και στον ψυχικό τους κόσμο, ενώ δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη συμπεριφορά της γυναίκας.
Ο Ζέππος ο Πεμπονάρης είναι ο ποπολάρος που ερωτεύεται την όμορφη κοντεσίνα Έλδα. Στον λόφο της μαγευτικής Μπόχαλης στη Ζάκυνθο ένα καλοκαίρι θα αναπτυχθεί το ειδύλλιό τους, το οποίο όμως θα τελειώσει πολύ σύντομα και απότομα, καθώς η αριστοκράτισσα Έλδα απορρίπτει τελικά τον γιο του σταφιδά, λόγω της αγεφύρωτης κοινωνικής διαφοράς τους. Τότε στην ψυχή του πληγωμένου ποπολάρου θα ξυπνήσει όλο το μίσος της τάξης του και ως γνήσιος επαναστάτης δεν θα υποταχθεί σε προλήψεις, προσβολές και καπρίτσια… Ένα διήγημα αποκαλυπτικό των ταξικών διχασμών της επτανησιακής κοινωνίας του 19ου αιώνα και του χάσματος ανάμεσα στους αριστοκράτες και τους ποπολάρους. Περιλαμβάνονται, επίσης, τα διηγήματα: Μανταλένα, Οι ερωτευμένοι, Νανότα, Το ζακυθινό μαντίλι, Η κούκλα της νύφης, Ερμίνα, το πουλημένο κορμί, Η Φανερωμένη, Ο τύπος και η ουσία και Η Σκουφάτη.
Η γραφή του Ξενόπουλου έχει ιδιωματισμούς λόγω της Ζακυνθινής διαλέκτου, παρόλο αυτά καταφέρνει να σε ταξιδέψει στα μέρη αλλά και την εποχή με μεγάλη ευκολία. Ο τρόπος που τα παρουσιάζει είναι σαν τα βλέπεις μπροστά σου και σίγουρα δεν νιώθεις ότι ζεις σε άλλη εποχή γιατί ενσωματώνεσαι γρήγορα μέσα σε αυτήν.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ:
Το παλιό τραγούδι της κιθάρας, που το τραγουδούσαν οι ζακυθινοί «αμορόζοι», έλεγε: Ο ανήφορος της Μπόχαλης είναι ωραίο σεργιάνι, Κι όπ’ αγαπάει μελαχρινή τον νου του τόνε χάνει. Κάθε απόγεμα που ο Ζέππος, ο γιος του Πεμπονάρη του σταφιδά, έπαιρνε τον ανήφορο της Μπόχαλης, θυμότανε και μουρμούριζε αυτό το τραγούδι· για να ταιριάζει όμως περισσότερο στην περίστασή του, εκεί που έλεγε «μελαχρινή», ο Ζέππος έβαζε «μια ξανθή»… Κι αλήθεια, για μια ξανθή έπαιρνε τον ανήφορο της Μπόχαλης, κάθε απόγεμα ο Ζέππος, ο γιος του Πεμπονάρη του σταφιδά: Για την Έλδα, τη μονάκριβη του κόντε Ντιμάρα, την κοντεσίνα με τα χρυσα μαλλιά και τα ζαφειρένια μάτια, που τρέλαιναν κόσμο. Ποτέ δεν θα έβαζε με τον νου του ο Ζέππος, το παιδί του λαού, ο γιος του ποπολάρου, πως μπορούσε ν’ αγαπηθεί από μια τέτοια πεντάμορφη αρχοντοπούλα! Την έβλεπε πρωτύτερα στον περίπατο, στη μουσική, στο Πόρτο, στο Ψήλωμα, τη θαύμαζε κρυφά, μακάριζε το αρχοντόπουλο που θα μπορούσε να της πάρει κι ένα μόνο φιλί – μα τίποτε άλλο. Κοκκίνιζε και χαμήλωνε τα μεγάλα ολόμαυρα μάτια του σαν κορίτσι, όταν καμιά φορά, στο γοργό συναπάντημα, τα ολάνοιχτα, τα περίεργα γαλανά μάτια της Έλδας, τον κοίταζαν μια στιγμή με μια ανεξήγητη έκπληξη. Το ίδιο και στο θέατρο, που την έβλεπε τακτικά, αυτός από την πλατεία, εκείνη στο θεωρείο της, το ίδιο και στον Αι- Μάρκο, τη φραγκοκλησιά, που έμπαινε κάπου κάπου για να ακούσει το περίφημο όργανο, να το παίζει ο μαέστρος Παύλος Καρρέρης και να ιδεί την Έλδα –θρήσκα καθολική σαν τον πατέρα της– να προσεύχεται γονατισμένη, σκυφτή σ’ ένα χρυσό βιβλιαράκι και με ένα εκστατικό πρόσωπο, όλο φως… Και όμως, να! Ποτέ δεν μπορεί να ξέρει κανείς πώς έρχονται καμιά φορά τα πράγματα. Εκείνο το καλοκαίρι –λίγα χρόνια μετά την Ένωση– η οικογένεια του γιατρού Μαρινέρη, του κουράντε και φίλου του κόντε Ντιμάρα, από την άνοιξη ακόμα, πήγε να κατοικήσει στην αψηλή Μπόχαλη. Γιατί ο γιατρός είχε περάσει, τον χειμώνα, μια σοβαρή αρρώστια κι είχε ανάγκη να αλλάξει αέρα, χωρίς όμως να απομακρυνθεί και πολύ από τη χώρα, για να μην αφήσει την πελατεία του. Ο λόφος της Μπόχαλης, με τα περιβόλια του, με τα σπιτάκια του και με τις μικρές του βίλες, το ήσυχο, δροσερό και μοσχοβολισμένο προάστιο, που δεν απείχε ούτε δέκα λεπτά της ώρας από τη χώρα, ήταν ό,τι του χρειαζότανε.
Μια ιστορία εποχής που δεν έχει να ζηλέψει καμία άλλη, αξίζει να την διαβάσετε… Εγώ μαγεύτηκα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου