Όλοι ήταν αγχωμένοι τις μέρες που
διένυαν λόγω των εξετάσεων… Η Μαρία
Ελένη τις τελευταίες μέρες ήταν πολύ παράξενη αλλά όλοι πίστευαν ότι φταίει ότι
ήταν οι εξετάσεις. Το ρολόι του τοίχου έδειχνε οκτώ η ώρα, εκείνη κουνούσε νευρικά
το χέρι της και κοιτούσε το ανοιχτό παράθυρο σαν κάτι να περίμενε… Ξαφνικά
άνοιξε η πόρτα του δωματίου της.
«Μαρία, δεν θα φας τίποτα; είσαι
νηστική σήμερα…» την ρώτησε η μητέρα της αγχωμένη.
«Μαμά, θα πέσω για ύπνο νυστάζω…»
«Μα, από τώρα κορίτσι μου;» της
συμπλήρωσε.
«Ναι, αύριο, πρέπει να σηκωθώ πολύ
νωρίς για να διαβάσω. Ένας καλός ύπνος θα με βοηθήσει.»
«Νηστική θα κοιμηθείς;»
«Σου υπόσχομαι θα σηκωθώ νωρίς να φάω
ένα γερό πρωινό.»
Η μητέρα την πλησίασε και την φίλησε
τρυφερά στα μαλλιά της, χωρίς να μην πει κουβέντα και έφυγε από το δωμάτιο της. Τότε η νεαρή
σηκώθηκε και χωρίς να κάνει θόρυβο μάζεψε μια βαλίτσα κάποια ρούχα, στην
συνέχεια, άνοιξε τον κουμπαρά της και πήρε ότι υπήρχε μέσα και το έβαλε μέσα
στο πορτοφόλι της. Στην συνέχεια έβαλε πάνω στο κρεβάτι μαξιλάρια οριζόντια για
να φαίνεται ότι κοιμάται. Ελπιστεί ότι με αυτόν τον τρόπο θα κερδίσει λίγο
χρόνο. Αφού ταχτοποίησε και αυτό. Άφησε ένα σημείωμα πάνω στο κομοδίνο:
«Φεύγω…»
Το ρολόι έδειξε δώδεκα η ώρα το
βράδυ, όταν μπήκε ο Γιάννης μέσα στο σπίτι.
«Οικογένεια, ήρθε!» είπε εκείνος.
«Σταμάτα μωρε, να φωνάζει το παιδί
κοιμάται.» απάντησε η γυναίκα του.
«Τι εννοείς κοιμάται; Δεν διαβάζει;»
«Ήταν κουρασμένη, ούτε να φάει δεν
ήθελε… από τις οκτώ έχει ξαπλώσει.»
«Η Μαρία; Είσαι σίγουρη; Που την
παρακαλάμε να κοιμηθεί και ξαπλώνει τα ξημερώματα.»
«Για αυτό σου λέω, κάνε ησυχία…»
«Καλά –καλά πάω να της δώσω ένα φιλί.»
«Έτσι και το ξυπνήσει το παιδί, είναι
κουρασμένη… Μου υποσχέθηκε να σηκωθεί και να φάει και να είναι άλλος άνθρωπος.
Άστην σου λέω.»
«Εντάξει, ένα φιλί θέλω να δώσω στην
κόρη μου. Πως μεγάλωσε έτσι; Παλιά έρχονται στην αγκαλιά μου και τώρα την
κυνηγάω εγώ»
ΛΙΓΑ ΛΕΠΤΑ ΑΡΓΟΤΕΡΑ.
«Γεωργία!»
«Τρελάθηκες; Σου είπα να μην φωνάζεις...
Τι έπαθες;»
«Που είναι το παιδί Γεωργία;»
«Τι εννοείς; Στο κρεβάτι της είναι.»
«Πάρε την αστυνομία!»
«Γιάννη τι λες;»
«Στο κρεβάτι έχει μόνο μαξιλάρια. Και
αυτό το έχει δίπλα.»
«Τι λες;»
Ακούς τι σου λέω, πάρε την αστυνομία!!»
«Έφυγε;»
«Δε ξέρω αν έφυγε… έχει αίματα πάνω
στο κρεβάτι…»
«Παναγία μου το παιδί μου!» Είπε η
Γεωργία και πριν σωριαστεί στο πάτωμα…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου