Είναι η πρώτη μου φορά που επισκέπτομαι την Ρόδο, λόγω του Ερρίκου… –γνωριστήκανε πριν δυο χρόνια στην δουλειά μου, είμαι ξεναγός στην Πινακοθήκη. Έχω σπουδάσει ιστορία τέχνης και αγαπώ υπερβολικά αυτό που κάνω. – Όταν τον πρωτοαντίκρισα με μάγεψε, το χαμόγελο του και οι τρόποι του που μοιάζουν σε ιππότη του Μεσαίωνα, είναι τα πρώτα σημάδια που κάνουν έναν άνδρα γοητευτικό στα δικά μου μάτια· Μετά την ξενάγηση μου με περίμενε στην έξοδο με ένα τριαντάφυλλο και να με συνοδεύει μέχρι το σπίτι και αρχίζουμε να συζητάμε περί ανέμων και υδάτων. Οι επόμενες μέρες ήταν πολύ ζεστές και ιδιαίτερες, μετά από το ωράριο της δουλειάς μου, ο Ερρίκος περνούσε χρόνο μαζί μου και αυτό το λάτρευα. Μερικές φορές πιστεύω ότι διαβάζει το μυαλό μου, κάνει όλες επιθυμίες πραγματοποιήσιμες… Ένα βράδυ μου προτείνει να πάμε για φαγητό και εγώ δέχομαι, μου εξηγεί θέλω να μιλήσουμε για κάτι σοβαρό. Η βραδιά μας κυλάει ήρεμα και κάποια στιγμή, το βάζει μέσα από το σακάκια ένα κουτί, εγώ για λίγα δευτερόλεπτα σαστίζω, το ανοίγει και μέσα υπήρχε ένα υπέροχο μονόπετρο. Μου έκανε πρόταση γάμου και με άφησε να το σκεφτώ.
Μετά από ένα
τρυφερό βράδυ στην αγκαλιά του, το επόμενο πρωί του ανακοινώνω ότι θα τον
ακολουθήσω στο νησί. Η χαρά στο πρόσωπό του φαινόταν μεγάλη όπως και ο
ενθουσιασμός του. Παρόλο αυτά ο αποχωρισμός από την δουλειά μου ήτανε δύσκολος!
Έχω άγχος φυσικά για τους γονείς του, ελπίζω να με συμπαθήσουν... με
διαβεβαίωσε ότι ο γάμος δεν θα γίνει αμέσως για να έχω το χρόνο να εγκλιματιστώ
με το περιβάλλον και το νησί εγώ για να σταθώ οικεία γιατί από δω και πέρα θα
είναι και η δική μου πατρίδα. Έχω
κατέβει από το αεροσκάφος και κινούμαι για να πάρω τις βαλίτσες μου και να τον
συναντήσω… Όπως φτάνω προς την έξοδο βλέπω τον Ερρίκο να μου χαμογελάει και τρέχω κοντά του αφήνοντας εκτεθειμένες
στις αποσκευές μου λίγο πιο μακριά.
«Καλώς ήρθες Μωρό μου... Ελπίζω η Ρόδος να μείνει αξέχαστη.» ανταποκρίθηκε και με φιλάει τρυφερά.
«Καλώς σε βρήκα αγάπη μου!» Πήραμε τις βαλίτσες και κατευθυνθήκαμε στο τσιπ παρκαρισμένο έξω από το αεροδρόμιο.
Η διαδρομή προς το πατρικό του είναι αρκετή κοιτάω τις ομορφιές της πόλης… Με το που φτάνουμε κοντά με το αυτοκίνητο ή μεταλλική πόρτα του σπιτιού ανοίγει ηλεκτρονικά πατώντας το κουμπί ο Ερρίκος και αντικρίζω μία μεγάλη αυλή, με πολλά αγάλματα μεσαιωνικής εποχής αλλά και ένα μεγάλο σιντριβάνι στο κέντρο του και φυσικά το σπίτι που είναι σαν παλάτι παλιάς περιόδου και αυτό... Όπως αυτά που βλέπουμε στα παραμύθια όταν ήμασταν μικροί. Εκείνος μου κρατάει το χέρι θα μου δώσει κουράγιο για την πρώτη συνάντηση που θα έχουμε τους γονείς του. Αφήνουμε το αυτοκίνητο και κατευθυνόμαστε χέρι– χέρι προς το εσωτερικό του οικήματος. Αγχώνομαι κάπως γιατί αντιλαμβάνομαι ότι ο μέλλοντας σύζυγός μου –είναι πλούσιος και από καλή και αξιοσέβαστη οικογένεια –νιώθω σαν τη μύγα μες στο γάλα. Ευτυχώς που δεν ντύθηκα απλά… Ξαφνικά ακούω τακούνια και ομιλίες γυρνάω το βλέμμα μου αριστερά. Βλέπω λοιπόν ένα υπέροχο ζευγάρι γύρω στα πενήντα, αρκετά καλοντυμένους και ευδιάθετους να κατεβαίνουν ταυτόχρονα τα σκαλιά πιασμένοι αγκαζέ.
«Καλώς ήρθατε ωραιότατη μου δεσποινίς!» Αναφωνεί ο πατέρας του Ερρίκου. Εγώ απλά του χαμογελάω δείχνοντας του ότι δέχομαι με ευχαρίστηση την προσφώνησή του.
Εκεί λοιπόν που τελειώνει η μεγαλοπρεπής σκάλα τους, η οικοδέσποινα του σπιτιού στέκεται μπροστά μου και μου λέει:
«Ο γιος μου, μου έχει πει τα καλύτερα για σένα... Χαίρομαι πολύ που σε γνωρίζω και ελπίζω με τον καιρό να νιώσεις άνετα, θα γνωριστούμε καλύτερα πλέον θα είμαστε μία οικογένεια.»
«Και εγώ χαίρομαι που σας γνωρίζω, και σας ευχαριστώ πολύ ακόμα δεχτήκατε στο σπίτι σας.» λέω εγώ.
«Μα τι χαζομάρες είναι αυτές αγάπη μου Από δω και πέρα αυτό το σπίτι είναι και δικό σου, αφού θα παντρευτούμε! Το ξέχασες;»
«Έτσι είναι κορίτσι μου!» απαντάει η μητέρα του και με πιάνει τρυφερά το χέρι.
«Αφήστε τώρα όλα αυτά, συνόδεψε το κορίτσι σου Ερρίκο στο δωμάτιό σας και κατά τις 2:00 το μεσημέρι κατεβείτε στην τραπεζαρία για το μεσημεριανό γεύμα.» λέει ο πατέρας του.
Αφού ανεβαίνουμε στο δωμάτιο αισθάνομαι λίγο κουρασμένη και γέρνω λίγο στο κεφαλάρι της κρεβατοκάμαρας, ο Ερρίκος αντιλαμβάνεται ότι με πήρε ο ύπνος και με αφήνει να ηρεμήσω, όλα κυλούσαν μια χαρά ήμουν στην αγκαλιά του Μορφέα μέχρι που… ξαφνικά αρχίζω να βλέπω να περπατάω σε μια ερημιά και να ακούω γυναίκειες φωνές να ουρλιάζουν, και παθαίνω πανικό! Ο Ερρίκος δεν είναι δίπλα μου, τον φωνάζω αλλά δεν μου απαντάει. Συνεχίζω να περπατάω μέσα στην ομίχλη μέχρι που βλέπω ένα κάστρο και αντικρίζω τον αγαπημένο μου ντυμένο με μεσαιωνικά ρούχα να φιλάει και εγώ κοκαλώνω γιατί διαπιστώνω ότι στο ένα χέρι του κρατάει ένα μαχαίρι και τσιρίζω: «Όχι!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου