Η Κυρία Ντάλογουεϊ, το τέταρτο μυθιστόρημα της Βιρτζίνια Γουλφ, είναι ένα από τα σπουδαιότερα έργα της νεότερης λογοτεχνίας και αυτό που την καθιέρωσε ως συγγραφική διάνοια. Κλασικό και καινοτόμο μυθιστόρημα της συγγραφέως. Στο Λονδίνο του 1923, η ηρωίδα ετοιμάζει μια δεξίωση, όπως κάνει πολύ συχνά όταν εμφανίζεται ο πρώτος της έρωτας, ο οποίος επιστρέφει από την Ινδία. Ο ερχομός του Πίτερ Γουόλς θα φέρει ξανά στο προσκήνιο της συνείδησής της τις αναμνήσεις ενός μάταιου έρωτα. Η Νταλογουέι προσπαθεί να καταγράψει τις σκιές του βίου της, είναι φοβισμένη και κάνει πίσω στην αδυναμία να ζήσει και να ικανοποιήσει τις επιθυμίες της.
Όλη της η αφήγηση μας δείχνει, τον τρόπο που ζει και αυτό την βυθίζει με μία κορύφωση που μοιάζει με τραγωδία – που ζει όσο πλησιάζει η δεξίωση, – είναι ένα πρόσωπο διστακτικό και φοβισμένο, μακριά από την χαρά που νιώθει ως κάτι απόκοσμο, δείχνοντας να έχει κατάθλιψη… Ίσως γιατί έχει περάσει τον Α’ Παγκοσμίου πολέμου, νομίζω ότι είναι και θεωρώ ότι τα συναισθήματά της και πως ενεργεί έχει να κάνει με αυτά που έχει ζήσει. Πριν την δεξίωση αλλά και μετά εξελίσσονται όλα τα γεγονότα της ιστορίας. Η ιστορία αυτή θεωρείται ως ένα μικρό διαμάντι της λογοτεχνίας γιατί είναι τέτοιος ο παλμός που νιώθει ο αναγνώστης και τέτοια η γλώσσα που χειρίζεται η Γουλφ που δεν αφήνει περιθώρια να μην αισθανθεί την αγωνία και την ανησυχία.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ:
Η κυρία Νταλογουέι είπε ότι τα λουλούδια θα τα αγόραζε η ίδια. Γιατί η Λούσι είχε άλλες δουλειές να κάνει. Οι πόρτες έπρεπε να βγουν από τους μεντεσέδες τους∙ οι άντρες του Ράμπλμαγιερ θα έφταναν σε λίγο. Και τι ωραίο πρωινό, σκέφτηκε η Κλαρίσα Νταλογουέι, ολόδροσο, φτιαγμένο, θαρρείς, για παιδιά που χαίρονταν σε μια ακρογιαλιά. Τι ανάταση ψυχής! Τι βουτιά! Γιατί αυτή την αίσθηση είχε πάντα όταν, με ένα ελαφρύ τρίξιμο των μεντεσέδων, που το άκουγε ακόμα και τώρα, άνοιγε διάπλατα την μπαλκονόπορτα και βρισκόταν στην εξοχή του Μπέρτον. Πόσο φρέσκος, πόσο ήρεμος, πιο ακίνητος, φυσικά, από ετούτον εδώ, ήταν ο πρωινός αέρας∙ σαν το χάδι ενός κύματος∙ το φιλί ενός κύματος∙ ψυχρός και διαπεραστικός, αλλά (για το δεκαοχτάχρονο κορίτσι που ήταν τότε) και επίσημος, κι έτσι όπως στεκόταν εκεί στην ανοιχτή μπαλκονόπορτα, ένιωθε ότι κάτι τρομακτικό θα συμβεί∙ κοιτάζοντας τα λουλούδια, τα δέντρα, την καταχνιά να ελίσσεται ολόγυρά τους, και τις κουρούνες πότε να ανεβαίνουν ψηλά και πότε να κατεβαίνουν. Στεκόταν εκεί και κοίταζε ώσπου ο Πίτερ Γουόλς είπε: «Ρεμβάζεις ανάμεσα στα λαχανικά;» –αυτό είπε;– «Προτιμώ τους ανθρώπους από τα κουνουπίδια» – αυτό είπε; Πρέπει να το είπε στο πρόγευμα ένα πρωινό που εκείνη είχε βγει στη βεράντα – ο Πίτερ Γουόλς.
Δώστε μια ευκαιρία στην ευρηματική συγγραφέα… Αξίζει!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου