Είναι
δυο εβδομάδες που ο Θανάσης έχει αναλάβει την θέση της Πόπης και παρόλο που δεν
πίστευα ότι ένας άνδρας μπορεί να
αναλάβει την γραμματειακή υποστήριξη, με έχει εκπλήξει ευχάριστα. Τα τελευταία
χρόνια ο γάμος μου με τον Πέτρο δεν πάει καλά άλλωστε έχουμε φτάσει και οι δυο
στα σαράντα, είμαστε πολλά χρόνια… σχεδόν μια εικοσαετία και ο δυο
εργασιομανείς άρα βρισκόμαστε ελάχιστα… Ίσως το να χωρίσουμε είναι μονόδρομος
παρόλο αυτά δεν το έχουμε συζητήσει ακόμη.
Ξέρω ότι και εκείνος έχεις παράλληλες σχέσεις αλλά πάντα στην δουλειά
θέλω να κρατάω τα προσχήματα. Αυτός όμως
είναι πειρασμός! Είναι γύρω στα 25 χρονών, ψηλός,
σωματώδης με κάτι πράσινα μεγάλα μάτια που σε μαγνητίζουν γαμώτο, είναι πολύ
ευγενικός. Προσπαθώ να ξεχάσω αυτά που σκέφτομαι και ο καιρός περνάει. Ένα
βράδυ που κάθομαι για να κάνω κάποιες έξτρα δουλειές στο γραφείο ξαφνικά τον
βλέπω να ανοίγει την πόρτα με φαγητό στα χέρια.
«Κυρία
Ιωακειμίδου είναι αργά, μήπως θα ήτανε καλό να τρώγατε κάτι;»
«Συγνώμη
που σε καθυστέρησα. Δεν κατάλαβα πως πέρασε η ώρα γιατί δεν έφυγες; Σε
ευχαριστώ πολύ με σκέφτηκες, θα παραγγείλω κάτι.»
«Κάθισα
μήπως με χρειάζεστε κάτι. Σας έχω αγοράσει το αγαπημένο σας γεύμα που τρώτε συνήθως. Θα ήταν κρίμα να πάει
χαμένο. Αχ βρε Θανάση πόσο με σκέφτεσαι.
Θα το δεχτώ αν κάτσεις και εσύ μαζί μου.»
«Πολύ
ευχαρίστως.»
«Δεν
σε ρώτησα, τι σχέδια έχεις για το μέλλον; Μην μου πεις ότι ονειρευόσουν να
σηκώνεις τηλέφωνα στην εταιρία μου;»
«Έκανα
αίτηση σε πολλές δουλείες και νιώθω
τυχερός που έγινε δεχτή. Ελπίζω κάποια στιγμή να ανέλθω.»
«Δηλαδή
έχεις σκοπό να μου φύγεις;»
«Κύρια
Ιωακειμίδου…»
«Τώρα
που τρώμε μαζί, ο πληθυντικός είναι περιττός. Άλλο το πρωί στη δουλειά και άλλο
τέτοια ώρα. Μπορείς να με λες Ελεονόρα.»
Δεν μπορούσα όλη εκείνη την ώρα να
μην σκέφτομαι: Πόσο όμορφος… Θα εμπλέκεται ένας είκοσι πεντάρης με μια
σαραντάρα; Πέρα από τα χρήματα; Και αν θέλω ζιγκολό, γιατί μέσα από την
δουλειά; Αχ βρε Θανάση, αν σε είχα γνωρίσει αλλού μπορεί να τολμούσα…»
Σκέφτομαι από μέσα μου και συνεχίζω να χαμογελάω.
ΚΑΙΡΟ
ΜΕΤΑ
Ημέρα
Παρασκευή, δεν θα την ξεχάσω ποτέ… Τράκαρα λίγο πιο κάτω από την κτήριο της
δουλειάς, είχα κάποιους μώλωπες και μια γρατσουνιά στο μέτωπο, πήρα στην
ασφαλιστική και την αστυνομία. Εκείνη την ώρα πέρναγε ο Θανάσης με το
αυτοκίνητο του και σταμάτησε. Κατέβηκε και ήρθε κοντά μου!
«Ελεονόρα,
είσαι καλά; Χρειάζεσαι κάτι;» μου είπε ανήσυχος.
«Δυστυχώς
τράκαρα εδώ με έναν κύριο, δεν είναι κάτι σοβαρό.» Του απάντησα όσο πιο ήρεμα
μπορούσα.
«Έλα
να κάτσεις στο αυτοκίνητό μου να μη ζαλιστείς και θα περιμένω εγώ την
ασφαλιστική και την αστυνομία.» Μου
πρότεινε ο βοηθός μου και εγώ δέχτηκα.
ΗΜΕΡΑ ΓΕΝΕΘΛΙΩΝ ΜΟΥ
Κοιτάω
τον βοηθό μου ξαφνιασμένη να στέκει το στην πόρτα μου χαμογελαστός κρατώντας
μία μικρή ανθοδέσμη και μία τσάντα που δεν ήξερα τι είχε το περιεχόμενο της
μέσα.
«Εσύ
εδώ; πώς και από δω;»
«Χρόνια
πολλά Ελεονόρα.»
«Πέρασε
μέσα μην κάθεσαι στη πόρτα…» του λέω.
Παραγγέλνω
κινέζικο και ανοίγω ένα μπουκάλι κρασί… μετά από ένα εξάμηνο στην δουλειά
αποφασίζω λίγο να χαλαρώσω μαζί του. Είναι τόσο όμορφος και έχει χιούμορ που
δεν μπορεί να μην ενδώσεις στο διακριτικό αλλά ξεκάθαρο φλερτ του. Λίγο πριν με
αποχαιρετίσει αποφασίζει να με πλησιάσει πάρα πολύ κοντά.
«Μήπως
είναι η ώρα να φύγεις;» του λέω με όση ψυχραιμία μου έχει μείνει.
Αρχίζει
να χαϊδεύει με τα δάκτυλα μου απαλά τα χείλη μου και πλέων είμαι σίγουρη όταν
δεν υπάρχει επιστροφή, με το πόδι του σπρώχνει και κλείνει την μισάνοιχτη πόρτα
του διαμερίσματος μου. Και τότε ενώνει τα μαλακά χείλη του με τα δικά μου. Είχα
καιρό να νιώσω μουδιασμένη, το φιλί του όσο συνεχίζει να βαθαίνει και να μην
αφήνει από την ζεστή του αγκαλιά μέχρι κοιτώντας με στα μάτια μου λέει:
«Ήθελα
πολύ καιρό να το κάνω αυτό…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου