Τα ουρλιαχτά της Ελισάβετ έχουν χαθεί από τα αυτιά μου, όση ώρα παλεύω με τον πατέρα μου και μια δύναμη∙ πιθανότατα να είναι ο αδερφός της που βοήθησε να εξαφανιστούμε από κοντά της μαζί με την προσευχή που έλεγε από μέσα της, όπως την είχα συμβουλέψει πριν μέρες μας μετέφεραν στο κάτω Κόσμο, εν τω μεταξύ οι γροθιές του αλλά και η λύσσα που με χτυπούσε δεν είχε προηγούμενο… τα κόκκινα μάτια του πετούν σπίθες φωτιάς, ενώ οι φωνές νεκρών ανθρώπων ζητούν βοήθεια μέσα από τα καζάνια, ο πατέρας μου με ρίχνει με δύναμη κάτω και έτσι αποφασίζω να περάσω στην αντεπίθεση αμέσως. Αρχίζω να ουρλιάζω και σταματούν να δυναμώνουν οι φωτιές που μέσα από εκεί κοχλάζουν οι ψυχές, τρέχω πάνω του με φόρα και τον χτυπάω με τέτοια τρέλα λες και θέλω να τον σκοτώσω. Το ανθρωπόμορφο του σώμα φέρνει αντίσταση και τα χέρια του στάζουν αίμα καθώς παλεύουμε, αλλά δεν σταματώ να μάχομαι, μέχρι που νιώθω ένα χέρι να με τραβάει μακριά του∙ ήταν ένας από φρουρούς τους που επεμβαίνει για να λήξει ο τσακωμός μας… όμως εγώ συνεχίζω να χτυπιέμαι όπως με κρατάει και άλλοι τρεις μπαίνουν μπροστά μου για να τον προστατέψουν. Τότε ο πατέρας μου ανασυγκροτείται, επιστέφει πρωταρχική του μορφή και διατάζει δυνατά:
«Κλείστε τον στο μπουντρούμι!» ουρλιάζει και τα μάτια του πετούν φλόγες…
Γυρνάει στην πρωταρχική μορφή του και με πλησιάζει αρκετά, ακουμπά το μέτωπο μου με τα δάκτυλα του και μετά καθρεπτίζεται στο τοίχο. Ξαφνικά, αντικρίζω την εμφάνιση μου και παγώνω στην εικόνα μου. Ένα ρυτιδιασμένο με κόκκινα μάτια και οι φλέβες να πετούν μέσα από το πρόσωπό μου, είμαι προσωποποιημένος ο εφιάλτης, σιχαίνομαι τον εαυτό μου. «Έτσι είμαι!» φωνάζω!
«Αυτή θα είμαι η τιμωρία σου! Το αρχικό στάδιο βέβαια γιατί μετά θα πας στο μπουντρούμι θα γίνει ο «τάφος» σου για να συνειδητοποιήσεις με ποιον τα έβαλες!
«Αφήστε με!» φωνάζω τους φρουρούς, καθώς με οδηγούν στη σήραγγα. Όλα είναι σκοτεινά εκεί μέσα, δεν υπάρχει ίχνος ζωής, παρά μόνο πέτρες πεταμένες εδώ και εκεί… ταραντούλες μικρές και μεγάλες που έχουν κάνει ιστούς και όπως προχωράμε πιο βαθιά ακούμε ουρλιαχτά χωρίς να καταλαβαίνουμε από πού έρχονται· όσο περπατάμε ο ήχος γίνεται πιο δυνατός και είναι αρκετά εκνευριστικός δεν το αντέχουν τα αυτιά μου, και μου ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι. Όσο θυμάμαι τα λόγια αλλά και η απόφασή του πατέρα με γεμίζουν περισσότερο θυμό και τώρα θα επιθυμώ πραγματικά να του προκαλέσω το μεγαλύτερο κακό που θα μπορώ αν δεν με κρατούσαν.
***
Καθώς περπατούσαμε για το μπουντρούμι, αναπολούσα την πρώτη φορά που σκότωσα για «εκείνον». Ο φόνος ενός ανθρώπου που ούτε καν ήξερα το όνομά του και το έκανα για να το αποδείξω την αγάπη μου! Δεν θυμάμαι που βρήκα την δύναμη, αλλά τα κατάφερα. Ήταν αρχές άνοιξης, καθώς περπατούσε ένας αμέριμνος βοσκός στα βουνά ενός χωριού στη Σκωτία, ήταν το Χαίλαντς, καταπράσινα λιβάδια, πολλές αγελάδες και πρόβατα… γκρεμοί που σου κόβεται η ανάσα και πιστεύεις είναι η κατάρα αν πέσεις από κει! Η ομορφιά εκείνου του μέρους είναι μοναδική και άγρια, βαλτότοποι που σε κάνουν να φτάσεις εκεί για το χαζέψεις παρόλο η ταλαιπωρία που μπορεί να έχεις υποστεί στη διαδρομή. Εκείνος με είχε πάει αρκετές φορές σ’ εκείνο το μέρος για να εγκλιματιστώ πρώτα, σαν να είμαι νεοσύλλεκτος φαντάρος και έπρεπε να με εκπαιδέψει να γίνω ένας μαχητής δολοφόνος δίχως έλεος.
Είχε ήλιο εκείνη την ημέρα που αποφάσισα να διαπράξω το φόνο, τον ακολουθούσα όπως κάθε μέρα για να μάθω τι κάθε του κίνηση πριν κάνω το οτιδήποτε. Τα ζώα του ήταν μπροστά και εκείνος πίσω τους πίστα για μιάμιση ώρα, ο ουρανός το πήγαινε για βροχή, παρόλο που ήταν Μάρτιος αν θυμάμαι καλά… Λίγο πιο μετά τα πρόβατα σταμάτησαν και κάθισαν λίγο κοντά σε μια λίμνη που είχε· ξάφνου σηκώθηκε ένας δυνατός άνεμος που κουνούσε άγρια τα κλαδιά των δέντρων και ανασήκωσε λίγο χώμα από το έδαφος. Άρχισα να τρέχω με λύσσα έπεσα επάνω του και άρχισα να τον χτυπάω παντού, εκείνος ούρλιαζε αλλά δεν του άφησα πολλά περιθώρια για να αντιδράσει, τον δάγκωνα και κάποια στιγμή πέσαμε στη λίμνη, του έπιασα το λαιμό και τον έσφιγγα δυνατά μέχρι που ξεψύχησε στα χέρια μου και άφησε τον λάρυγγα του. Τα μάτια είχαν μείνει παγωμένα την ώρα που του είχα πάρει την ζωή, τρομακτικό… το νεκρό κορμί το έπαιρνε το ρεύμα της λίμνης και εκείνη την στιγμή είδα κάτι εξωπραγματικό, είδα το πρόσωπο να καθρεπτίζεται στο νερό και άρχισα να φωνάζω φοβισμένος! Το δέρμα μου είχε ρυτιδιάσει, τα μάτια μου ήταν κατακόκκινα, είχα μείνει κόκκαλο και δεν κουνιόμουν καθόλου. Η λίμνη πήρε το χρώμα των χεριών και των ματιών μου και ξαφνικά εμφανίστηκε εκείνος.
«Θα γίνει αντάξιος συνεχιστής μου, είμαι σίγουρος!» είπε με υπερηφάνεια
«Σκότωσα άνθρωπο…» απάντησα σαστισμένος κοιτώντας μια την λίμνη και μια τα χέρια μου.
«Είδες που τα κατάφερες, μπράβο Jack!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου