ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ
Οι μεγάλες προσδοκίες είναι
το 13ο μυθιστόρημα του Καρόλου Ντίκενς. Οι μεγάλες προσδοκίες, το
οποίο είναι δημοφιλές τόσο στους αναγνώστες όσο και τους κριτικούς
λογοτεχνίας, έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και έχει μεταφερθεί
πολυάριθμες φορές σε διάφορα μέσα. Το βιβλίο είναι ένα αριστούργημα. Το βιβλίο
έχει δόσεις χιούμορ, δράσης και συναισθηματισμού, και αποτυπώνεται μια αξέχαστη
ιστορία.
Πρόκειται για την ιστορία του Πιπ, ενός ορφανού αγοριού που βλέπει ξαφνικά την τύχη να του χαμογελά. Ο δρόμος του διασταυρώνεται με τους δρόμους παράξενων ανθρώπων: ο δραπέτης Μάγκουιτς, η τρελή μις Χάβισαμ, η άκαρδη ωραία Εστέλλα, ο πανούργος δικηγόρος Τζάγκερς και πολλοί άλλοι μπερδεύουν τη ζωή και την ψυχή του ήρωα.
Χαρακτήρες που η πένα του
Κάρολου Ντίκενς ζωντανεύει με τις πιο αδρές πινελιές και τις πιο λεπτές
ψυχολογικές αποχρώσεις, με χιούμορ και δραματική ένταση, στήνοντας μια δυνατή
πλοκή μέσα στο σκοτεινό σκηνικό του Λονδίνου των αρχών του 19ου αιώνα. Ο έρωτας
που δεν ολοκληρώθηκε, η φιλία, η μοίρα, η εκδίκηση, οι ταξικές συγκρούσεις, η
κοινωνική αναρρίχηση, η αρρώστια, ο θάνατος και η λύτρωση περιγράφονται εδώ με
ρεαλισμό και χιούμορ: οι δραματικές σκηνές είναι συνταρακτικές. Αξίζει να το
διαβάσετε!
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ:
“Αυτό το παιδί λέει τους βαλέδες φάντηδες!” είπε
περιφρονητικά η Εστέλλα προτού τελειώσει η πρώτη μας παρτίδα. “Και τι τραχιά
χέρια που έχει! Και τι χοντροκομμένα μποτάκια!”
Ποτέ πριν δεν μου είχε περάσει από το μυαλό να αισθανθώ ντροπή για τα χέρια μου, τώρα όμως άρχισα να τα βλέπω εξαιρετικά άχαρα. Τόσο δυνατή ήταν η περιφρόνηση της για μένα που κατάντησε μεταδοτική και κόλλησα κι εγώ. Κέρδισε την παρτίδα και μοίρασα εγώ. Έκανα λάθος στη μοιρασιά, όπως ήταν φυσικό αφού ήξερα πως περίμενε πως και πως να κάνω κανένα στραβοπάτημα και μου καταλόγισε πως δεν ήμουν παρά ένα χαζό, άγαρμπο χωριατόπαιδο.
“Εσύ δεν λες τίποτα γι αυτήν”,
παρατήρησε η μις Χάβισαμ ενώ μας παρακολουθούσε. “Λέει τόσο σκληρά πράγματα για
σένα, εσύ όμως δεν λες τίποτα γι΄ αυτήν. Τι γνώμη έχεις γι αυτήν;”
“Δεν θέλω να πω”, τραύλισα.
“Πες το μου στ αυτί”, είπε η μις Χάβισαμ σκύβοντας.
“Νομίζω πως είναι πολύ περήφανη”, αποκρίθηκα ψιθυριστά.
“Τίποτε άλλο;”
“Νομίζω πως είναι πολύ όμορφη”.
“Τίποτε άλλο;”
“Νομίζω πως φέρεται πολύ προσβλητικά”. (Εκείνη τη στιγμή με κοιτούσε με μεγάλη αποστροφή.)
“Τίποτε άλλο;”
“Νομίζω πως θέλω να πάω σπίτι”.
“Και να μην την ξαναδείς ποτέ κι ας είναι τόσο όμορφη;”
“Δεν είμαι σίγουρος πως δεν θα θελα να την ξαναδώ, τώρα όμως θα ήθελα να πάω σπίτι”.
“Θα πας σε λιγο”, είπε η μις Χάβισαμ δυνατά. “Τελείωσε το παιχνίδι”.
Αν δεν ήταν εκείνο το αλλόκοτο
χαμόγελο στην αρχή, θα ήμουν σχεδόν βέβαιος πως το πρόσωπο της μις Χάβισαμ δεν
ήταν ικανό να χαμογελάει. Μας παρακολουθούσε άγρυπνα κι είχε πάρει μια πένθιμη
έκφραση -πολύ πιθανόν από τότε που όλα γύρω της είχαν παραλύσει- που έλεγες πως
τίποτα δεν θα μπορούσε πια να την απαλείψει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου