Είναι η ώρα να κοιμηθεί ο μικρός Πετράκης ξάπλωσε στο κρεβάτι του, και η μητέρα του να του διαβάζει το αγαπημένο του παραμύθι... Τα μάτια του έκλειναν και εκείνην το παρατήρησε και σηκώθηκε να φύγει.
«Μαμά, διάβασε μου ένα ακόμη παραμύθι…»
«Είναι η ώρα να κοιμηθείς, πέρασε η ώρα…»
Τα χεράκια του μικρού έτρεμαν…
«Μαμά… μην φύγεις.» της είπε και της κράτησε το χέρι.
«Τι έχεις μικρό μου;»
«Φοβάμαι… το φάντασμα που έρχεται εδώ την νύχτα.»
Η μητέρα τον κοιτούσε με προσοχή, του χάιδευε τα μαλλιά και τον ρώτησε:
«Θες να σου περιγράψεις πως είναι Πέτρο μου;»
«Είναι μεγαλόσωμο, με μεγάλα μάτια, γελάει δυνατά και ξαπλώνει δίπλα μου…»
Εκείνη άρχιζε και κοιτούσε γύρω της αλλά δεν είδε τίποτα… Γύρισε προς το μέρος του και του χαμογέλασε, λέγοντας του:
«Δεν βλέπω κάτι…»
«Σε παρακαλώ μανούλα…»
«Θα κοιμηθώ μαζί σου, εντάξει;»
Ο μικρός χαμογέλασε και αγκάλιασε σφιχτά και αποκοιμήθηκε…
ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ
Η πόρτα έκλεισε τότε έμεινε του στο σκοτεινό του δωμάτιο όπου κουκουλώθηκε μέχρι το κεφάλι περιμένοντας να ακούσει το φάντασμα που τον αναστατώνει κάθε βράδυ τον ύπνο... Στην ιδέα ότι θα ξαναζήσει τον εφιάλτη, έκλαιγε!
Αφού κατάφερε να κοιμηθεί, άκουσε κάποιους θορύβους και πετάχτηκε από το κρεβάτι του τρομαγμένος… το φάντασμα έχει απλωθεί πάνω από το πάπλωμα του μικρού. Αρχίζει να κλαίει, τότε μπαίνει στο δωμάτιο.
«Γιατί κλαις; Τον ρώτησε το φαντασματάκι.
«Εσύ γιατί γελάς;»
«Είναι αστείες οι νέες πιτζάμες…»
«Φύγε θα φωνάξω το μπαμπά μου;»
«Γιατί δεν θες να παίξουμε μαζί;»
Ο μπαμπάς άκουσε τις φωνές και του πάρει το φωτάκι, αλλά ο μικρός συνέχιζε να φοβάται… Το επόμενο βράδυ παρόλο που είχε το φωτάκι, το φαντασματάκι ήρθε πάλι…
«Γιατί δεν πλησιάζεις;» λέει ο Πετράκης στο φαντασματάκι.
«Δεν μπορώ να εμφανιστώ στο φως…» απαντάει εκείνο.
«Ωραία γιατί δεν μου άρεσε που θα καθόσουν πάνω μου.»
Μα ήταν ο τρόπος να σε ξυπνήσω, αφού είσαι υπναράς! Αφού κοιμάσαι!
«Ξέρεις τα παιδιά κοιμούνται το βράδυ. Εσύ γιατί δεν κοιμάσαι;»
«Γιατί την μέρα έχει πολύ φως! Οπότε αναγκαστικά κοιμάμαι τότε, την μέρα κρύβομαι.»
«Που κρύβεσαι;»
«Όπου βρω…»
«Κάτω από κάποιο κρεβάτι, σε κανένα ντουλάπι όταν έχει φως.»
«Τι σου κάνει το φως;»
«Με κάνει να εξαφανίζομαι. Μου το είχε πει η μαμά όταν πρώτο έγινε, αλλά δεν την πίστεψα.»
«Και τι έγινε;»
«Έκανα τρεις μέρες να εμφανιστώ… Οι γονείς μου τρόμαξαν πολύ!»
«Έχεις γονείς;»
«Φυσικά και έχω. Όπως όλοι… Τι ανόητη ερώτηση;»
Μπήκε μέσα στο δωμάτιο του ο πατέρας του και τον ρώτησε:
«Με ποιον μιλάς αγάπη μου;»
Το φαντασματάκι του έκανε νόημα να μην μιλήσει.
«Μιλάς μόνος μου!»
«Μήπως φοβάσαι;»
«Έχω το φωτάκι μου!»
«Μπορείς να κοιμηθείς…»
Μόλις έφυγε ο πατέρας του, ο μικρός ρώτησε το φαντασματάκι:
«Γιατί μου έκανες σουτ;»
«Ξέρεις οι μεγάλοι δεν πιστεύουν σε εμάς, γιατί νομίζουν ότι είμαστε τρομαχτικοί. Εμείς απλώς ψάχνουμε για παρέα.»
«Θες να γίνουμε φίλοι;»
Ναι, πολύ αλλά δεν πεις σε κανέναν για μένα εντάξει;»
«Εννοείται…»
Ο Πετράκης και το φαντασματάκι έγιναν φίλοι και περνούσαν χρόνο μαζί και όλοι πίστεψαν ότι κατάφερε να νικήσει το φόβο του μόνο που εκείνος είχε βρει ένας νέο φίλο…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου