Μια νέα εποχή είχε ξεκινήσει... ο απόηχος της σκλαβιάς των Τούρκων δεν ίσχυε όμως η πείνα και ο φόβος για το αύριο συνεχίζει να υπάρχει. Η οικογένεια του Αντώνη Κρούσο είχε βγει αλώβητη από την καταστροφή του 400 χρόνιων, το μαγαζί υφασμάτων ήταν όρθιο και άρχιζε να λειτούργει ξανά. Είχε πλησιάσει ο γιος της οικογένειας πλέον τα 40 και ήταν μόνος, όλα στη δουλειά του και κυλούσαν υπέροχα, η δουλειά του ως μεγάλο έμπορος στην Αθήνα, του έδινε μεγάλη άνεση αλλά το δύσκολο ήταν να βρει την γυναίκα που θα ήταν στο πλάι του και θα του πρόσφερε ότι είχε ανάγκη ένα όμορφο σπιτικό και παιδιά… Όμως καμία από τις γυναίκες που ξέρει δεν του άρεσαν, ένιωθε απογοητευμένος μέχρι που αποφάσισε να βάλει μια μικρή αγγελία για να βρει την σύζυγο που επιθυμεί –κανείς βέβαια δεν θεώρησε σωστή αυτή την κίνηση, λόγω κοινωνικής ταυτότητας.
Άρχιζε να
γράφει: Αναζητείται ευπρεπής γυναίκα με
όμορφα χαρακτηριστικά από 35 – 40 ετών για σοβαρή σχέση με σκοπό τον γάμο. Η
μέλλουσα κύρια πρέπει να ξέρει να φερθεί και να σταθεί σε οποιαδήποτε κοινωνική
εκδήλωση, προκύψει. Πληροφορίες: Αντώνιος Κρούσος του Κωνσταντίνου, οδός:
Πατησίων 19 Αθήνα.
Οι επόμενες δυο εβδομάδες κύλησαν ανιαρά για τον Αντώνη, πέρασαν πολλές γυναίκες αλλά τίποτα, είχε απελπιστεί. Η μητέρα του την ίδια περίοδο αναζητούσε μια οικονόμο… ένα Σάββατο τους επισκέφτηκε ένα κορίτσι είκοσι εννιά χρόνια για την θέση και ο κύριος του σπιτιού γοητεύτηκε από εκείνην, αλλά εκείνην δεν του έδινε σημασία κρατούσε αποστάσεις λόγω της θέσης της. Ο Αντώνης θα έκανε τα πάντα για να την κερδίσει. Η κοπέλα είχε έρθει από την Λάρισα με σκοπό να δουλέψει για να στείλει στην οικογένεια της τα λεφτά που είχαν ανάγκη. Ήταν τίμια και προσηλωμένη σ’ αυτό που έκανε και αυτό χαροποιούσε την μητέρα του.
Μέχρι που έγινε κάτι αναπάντεχο, ήρθε ένα γράμμα, που ανέφερε ότι ο πατέρας της έπρεπε να χειρουργηθεί, τα μάτια της κοπέλας άρχιζαν να τρέχουν. Η Στεφανία φαινόταν απελπισμένη γιατί δεν μπορούσε να βρει τα χρήματα που χρειαζόντουσαν. Ο Αντώνης παρατηρούσε την στεναχώρια της, και την ρώτησε:
«Στεφανία, έρχεσαι λίγο σε παρακαλώ στο γραφείο.»
Η κοπέλα πήγε όπως την διέταξε το αφεντικό της, περίεργη για να δει τι θέλει.
«Πείτε μου, στις διαταγές σας.»
«Αυτές τις μέρες δεν είσαι καλά, τι συμβαίνει; Δεν είσαι ευχαριστημένη;»
«Όχι, κάθε άλλο…»
«Τότε;»
«Απλά αφέντη μου, ό πατέρας μου είναι πολύ άρρωστος και θα χρειαστούν λεφτά που δεν υπάρχουν.»
«Μάλιστα, κατάλαβα…»
«Με θέλετε τίποτα άλλο;»
«Όχι…»
Η Στεφανία πήγε να φύγει αλλά την σταμάτησε, η φωνή του… Γύρισε πάλι στο μέρος του. Εκείνος χαμογέλασε καθώς την κοιτούσε. Ήξερε ότι αυτό που θα έκανε δεν θα μπορούσε να αρνηθεί. Η ματιά της κοπέλας ήταν φοβισμένη όταν τον είδε που πλησίαζε.
«Ξέρεις τι σκέφτηκα Στεφάνια;»
«Τι;» είπε με κατεβασμένο το κεφάλι της.
«Να δώσω εγώ τα λεφτά για τον πατέρα σου.»
«Αλήθεια; Και εγώ ότι θέλετε από μένα…»
«Θέλω να μου δώσεις την ευκαιρία να σε πλησιάσω.»
«Για ποιο λόγο;»
«Μου αρέσεις πολύ και πιστεύω ότι θα μπορούσες να γίνεις μια υπέροχη σύζυγος. Δική μου!»
«Τι λέτε; Εγώ είμαι μια υπηρέτρια, χωρίς καμία γνώση. Τι μπορώ να σας προσφέρω;»
«Στεφανία, είσαι υπέροχο κορίτσι και πιστεύω ότι έχεις πολύ αγάπη στην ψυχή σου και θεωρώ ότι θα γίνεις καταπληκτική μητέρα και σύζυγος.»
«Τι να σας πω κύριε Αντώνη…»
«Απλά σκέψου το. Το απόγευμα θα ήθελα να ετοιμαστείς να βγούμε για ένα γλυκό. Δεν δέχομαι αρνητική απάντηση.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου