Ήταν Οκτώβρης αρχίζουν να πέφτουν τα φύλλα από τα δέντρα χορεύουν. Η παρέα του Τζον προετοιμάζεται να μαζεύεται, για να γιορτάσει το χαλοουίν, με ένα τελετουργικό... Έχουν βρει σ' ένα παλιό βιβλίο της προγιαγιάς του Τζον θα κάνουν δεήσεις για να δουν ανθρώπους που έχουν πεθάνει. Η Ελεονόρ με τον Πίτερ είναι στη σοφίτα και περιμένουν στους άλλους τρεις για να κάτσουν στην σοφίτα.
«Θα μου πεις γιατί κάνουμε αυτή την βλακεία με τα κεριά;»
«Έλα ο Τζον μου είπε ότι βρήκε αυτό το βιβλίο και ότι θα έχει πολύ πλάκα...» της απαντάει.
«Εγώ θεωρώ ότι είναι μια βλακεία. Τι ελπίζετε ότι θα δείτε τον Τζακ με το κάρβουνο και το ραπανάκι;»
«Φαντάσου πόσο κούλ θα ήταν.»
«Αν συνέβαινε στ' αλήθεια θα διασκεδάζατε... δεν ξέρω αν θα περνούσες καλά όσο μου λες!»
«Ω, μωρό μου, φοβάσαι στα αλήθεια; Μήπως να σε πάω σπίτι;»
«Όχι, πεθαίνω να δω αν όντως συμβεί κάτι πως θα αντιδράσετε και πίστεψε με αν τρομάξεις έστω και στο παραμικρό θα μάθουν όλοι οι φίλοι σου πόσο χέστης είσαι.»
«Αγαπητή μου δεν πιστεύω ούτε στον μύθο, ούτε στους νεκρούς που κόβουν βόλτες. Ο μόνος λόγος που το κάνω είναι γιατί απολαμβάνω διαδικασία.»
«Θέλω τόσο πολύ να δω τα πρόσωπά όταν αποτύχει…»
«Είμαι σίγουρος ότι κάτι μας ετοιμάζει ο Τζον για να τρομάξουμε…»
Γυρνούν τα βλέμματα του να παρατηρήσουν την σοφίτα είναι σκοτεινή, έχει στην άκρη του ταβανιού που έχει δημιουργήσει τον ιστό της, κάτι βαλσαμωμένες κουκουβάγιες, ένα μεγάλο μπαούλο σε μια γωνία… Στα αριστερά ένας διαλυμένος καναπές με ένα τραπέζι μπροστά που επάνω έχει κάτι σκονισμένα βιβλία και κάτι κηροπήγια.
«Γεια σας guys…φέραμε μπύρες.» πετάει ο Τζορτζ.
«Μπράβο όλα τα καλά παιδιά εδώ…» συμπληρώνει ο Στέφαν.
«Αφήστε τις σαχλαμάρες να ξεκινήσουμε, πήρα κάτι βότανα…» λέει ο Τζον
«Από αποσκοπεί αυτό;» πετάγεται η Ελεονόρ
«Να περάσουμε καλά, ρε!» λέει ο Στέφαν.
«Μην αργούμε μαζευτείτε γύρω από το τραπέζι…»
Ο Τζον ανοίγει το βιβλίο, ανάβει τα κεριά, αρχίζει να καίει τα βότανα και να διαβάζει δυνατά, ότι υπάρχει μέσα εκεί. Κανείς δεν μιλάει, όμως όλοι πίνουν σιωπηλά. Μόλις τελειώνει την ανάγνωση ο Τζον κάθονται όλοι όπου βρουν.
«Αυτό ήταν; Δεν βλέπω καμία αλλαγή…» πετάγεται ο Τζορτζ.
«Έλατε να πάμε για μπύρες !» συμπληρώνει ο Τζον.
Κατεβαίνοντας τις σκάλες ο Τζορτζ, κοντοστέκεται, αρχίζει να βλέπει διάφορες σκιές να περπατούν και σιγά – σιγά να παρατηρεί σκελετωμένα πρόσωπα να τον κοιτούν.
«Τι είναι αυτά που καίγαμε πάνω; Έχω αρχίσει να έχω παραισθήσεις.» λέει ήρεμα ο Πίτερ
«Αν βλέπεις νεκρούς να περιφέρονται μέσα στο σπίτι, έχω τις ίδιες παραισθήσεις και εγώ.» λέει ψιθυριστά ο Τζον.
Ξαφνικά οι νεκροί σταματούν να περπατούν και να γυρίσουν να τους κοιτάξουν… ο Τζον πλησιάζει πιο κοντά και διαπιστώνει ότι είναι ο παππούς του: έχει κατσαρά μαλλιά, σαρωμένο πρόσωπο και δυο μεγάλα μάτια μπλε, που είναι κόκκινα. Είναι σκελετωμένος… Φοβάται αλλά δεν θέλει να το δείξει μπροστά στους άλλους!
«Παππούς; Τι συμβαίνει; Μοιάζεις με…»
«Τι έκανες;»
Τίποτα…»
«Τρέξτε! Έρχονται…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου