Τι ειρωνεία γλυκιά μου αδερφή, μου είχες υποσχεθεί ότι δεν θα με άφηνες μόνη μου ποτέ και όμως δεν τήρησες το λόγο σου. Με πονάει η απουσία σου… Κοιτάω έξω, παρατηρώ τα σύννεφα και σκέφτομαι το νέο μου ξεκίνημα στο εξωτερικό. Πόσο όμορφο θα ήταν να μπορούσα να γυρίσω το χρόνο πίσω και να σε έχω στην αγκαλιά μου… Το παράθυρο του αεροπλάνου μετατρέπεται σε οθόνη και η ζωή μου προβάλλεται σαν ταινία, αναγκάζοντας με, να κάνω βουτιά στο παρελθόν. Ανάμεσα στα τόσα μικρά πλάσματα υπήρχαν δυο δίδυμα όμορφα κορίτσια, η Άρτεμις και η Λυδία. Η Λύδια ήταν ένα εσωστρεφές παιδί που αγαπούσε τα βιβλία και παρόλο δεν έκανε παρέα με τα άλλα κορίτσια, είχε έναν καλό λόγο για όλους. Η Άρτεμις από την άλλη επιδίωκε να ήταν το επίκεντρο της παρέας, με χιούμορ και ζωντάνια που χανόταν με την πρώτη ευκαιρία στον κόσμο της φωτογραφίας. Τόσο αταίριαστες στο χαρακτήρα και στη ψυχή τους όμως τόσο ίδιες εξωτερικά που συχνά εκμεταλλεύονταν το γεγονός αυτό…
Σ’ ένα σημείο
έξω από την Άρτα, στους πρόποδες της Πίνδου υπήρχε ένα χωριό περίπου
εικοσιτέσσερα χιλιόμετρα από την πόλη. Από τα παράθυρα των σπιτιών μπορούσες να
παρατηρήσεις την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, τα πέτρινα σπίτια που από τις
καμινάδες τους έβγαινε ίσα- ίσα ο καπνός και αρκετά πιο μακριά τα βουνά. Εκεί
ήταν ένα σπίτι που φιλοξενούσε ορφανά παιδιά .Τα μάτια της Λύδιας παρατηρούσαν
τη φύση έξω. Το πρόσωπο της ήταν κολλημένο στο παγωμένο παράθυρο και η αναπνοή
της δημιουργούσε σχέδια. Τα χέρια της Άρτεμις ακούμπησαν την πλάτη της αδερφής
της⸱ και την φίλησε
μαλακά στα μαλλιά.
«Γιατί να μένουμε εδώ;»
«Δεν ξέρω, αλλά
πάντα θα είμαστε μαζί δεν θα μείνεις πότε μόνη σου!».
Της άπλωσε το χέρι και άρχισαν να βαδίζουν για το κρεβάτι τους. Το βλέμμα της
Λυδίας ήταν μελαγχολικό και τα μάτια της βουρκωμένα. Την πλησίασε η Άρτεμις και
την φίλησε τρυφερά.
ΜΙΑ ΝΕΑ ΑΡΧΗ
Πρέπει να πολεμάς για να κατακτήσεις τα όνειρα σου. Αν δεν κάνεις όμως όνειρα είσαι ψυχικά «νεκρός». Οι όμορφες δίδυμες ήταν πλέον στην εφηβεία και έβαζαν στόχους για το μέλλον. Μέχρι εκείνη την χρονική στιγμή κανείς δεν είχε αναζητήσει τα δυο κορίτσια μετά τον θάνατο των γονιών τους ώσπου μια θεία που γύρισε από το εξωτερικό έψαξε και τις βρήκε. Στο άκουσμα αυτού του συγγενή τα κορίτσια αντέδρασαν με καχυποψία:
«Ζούσα στο εξωτερικό και δεν γνώριζα που
κατοικούσατε!»
«Τι μας είσαι εσύ»
«Αδερφή του πατέρα σας!»
«Που θα πάμε;»
«Θα πάμε να μείνουμε όλες μαζί στην Αθήνα.»
Η θεία αγκάλιασε τις ανιψιές της σφιχτά κάτι που είχε λείψει πολύ από αυτά τα πλάσματα. Αφού έγιναν οι απαραίτητες διαδικασίες τις πήρε και έφυγαν με το αμάξι για την Πρωτεύουσα. Η Αθήνα του ’90 ξεδιπλωνόταν μπροστά στα μάτια τους μέσα από τα τζάμια. Τους έκανε εντύπωσε το γλυπτό του δρομέα που ήταν στην Ομόνοια, οι μεγάλοι δρόμοι, η πολυκοσμία και οι κόρνες που ακούγονταν δυνατά στα αυτιά τους. Είχαν αγωνία να δουν πώς θα ζουν από εδώ και πέρα. Η Άρτεμις ήταν πολύ χαρούμενη γι’ αυτή την εξέλιξη, η Λύδια όμως φαινόταν πιο συγκρατημένη από την αδερφή της. Καθώς περνούσε ο χρόνος ήταν πολύ φιλικός με τα κορίτσια γιατί τους έδωσε χάρη, ομορφιά και εξυπνάδα χωρίς να τσιγκουνευτεί στο παραμικρό. Η μοίρα όμως θα ήταν πολύ σκληρή μαζί τους αφού έχοντας ήδη χάσει τους γονείς τους σε αυτοκινητιστικό ατύχημα όταν ήταν μωρά, ένα πρωί η θεία τους εκεί που κοιμόταν, έπαθε ανακοπή και έμειναν πάλι μόνες τους.
Φοιτήτριες και αχώριστες για ακόμη μια φορά θα προχωρούσαν παρακάτω την ζωή τους. Κατάφεραν να εισαχθούν στο πανεπιστήμιο και το καλό ήταν ότι και οι δυο ειδικότητες που είχαν επιλέξει, της ελληνικής φιλολογίας και της ιστορίας – αρχαιολογίας ήταν στον ίδιο χώρο, στην Πανεπιστημιούπολη στη Ζωγράφου όποτε περνούσαν περισσότερο χρόνο μαζί. Η Λυδία ήταν συνεπής με τα μαθήματα της, δεν είχε φίλους απλά γνωστούς που συνομιλούσαν, από την άλλη η Άρτεμις σπούδαζε γιατί έπρεπε να έχει μια κατάρτιση αλλά η μεγάλη της αγάπη ήταν η φωτογραφία. Το πρώτο διάστημα κυλούσαν όλα ήρεμα στη ζωή τους. Περνούσε ο καιρός και ο τραπεζικός λογαριασμός που τους είχε αφήσει η θεία μειωνόταν οπότε έπρεπε να βρουν δουλειά. Η Λυδία ήταν αρκετά αγχωμένη γιατί δεν μπόρεσε να βρει μια απασχόληση ενώ η Άρτεμις μέσα σε μια εβδομάδα βρήκε μέσω μιας εφημερίδας, σ’ ένα βιβλιοπωλείο στο κέντρο της Αθήνας. Όντας πιο γρήγορη στις αποφάσεις της αποφάσισε η Άρτεμις να αναλάβει την οικονομική ενίσχυση του σπιτιού, ενώ η Λυδία τα υπόλοιπα και να αφοσιωθεί στις σπουδές της περισσότερο. Η Άρτεμις έδινε εξετάσεις για να καταφέρει να πάρει το πτυχίο της, ενώ η Λυδία προς έκπληξη όλων είχε παραμελήσει τα μαθήματα της βρήκε ένα ήσυχο μέρος, με απαλή μουσική και ελάχιστο κόσμο και αποφάσισε να σταματήσει να πιει ένα φλιτζάνι γαλλικό καφέ και διαβάζοντας ένα από τα αγαπημένα της βιβλία, το «Περηφάνια και Προκατάληψη» Παρήγγειλε το ρόφημα της και άρχισε να ταξιδεύει μέσα στις σελίδες της Τζέιν Όστεν . Όση ώρα είχε απορροφηθεί στην ιστορία διαπίστωσε ότι κάποιος την κοιτούσε επίμονα, σήκωσε το βλέμμα της και αντίκρισε έναν γοητευτικό άνδρα να της χαμογελάει. Αυτό συνεχίστηκε για αρκετή ώρα μέχρι που έφυγε από το μαγαζί. Τις επόμενες μέρες της είχε στοιχειώσει το μυαλό το πρόσωπο του άγνωστου άνδρα και δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στα μαθήματα της. Η Άρτεμις την έβλεπε πως ήταν παράξενη αλλά δεν ήξερε τι να κάνει. Οι εποχές άλλαζαν και τις είχε απορροφήσει η καθημερινότητα.
Έξι μήνες μετά,
η Άρτεμις χρωστούσε εφτά μαθήματα του τρίτου εξαμήνου επειδή είχε ξεμυαλιστεί
με την φωτογραφία. Έβγαινε βόλτες με φίλους, πήγαινε στη δουλειά και τα είχε
αμελήσει, δεν προλάβαινε να είναι συνεπής σε όλες τις υποχρεώσεις της αντιθέτως
η Λυδία διάβαζε αρκετά και ήθελε να φτάσει το στόχο της. Τα πρωινά του
Σαββάτου, που η Άρτεμις κοιμόταν έβγαινε στους δρόμους για να βρει δουλειά και
να χαζέψει τα παλιά βιβλιοπωλεία της Αθήνας, η απειρία της όμως σε συνδυασμό με
τον κλειστό της χαρακτήρα δεν την βοηθούσαν καθόλου. Περπατούσε για ώρες μέχρι
που κουράστηκε
Η Λυδία πήγαινε πολύ συχνά στο καφέ όλο αυτό τον καιρό για να τον συναντάει
αλλά εκείνος δεν έκανε καμία κίνηση να την προσεγγίσει, παρά μόνο την κοιτούσε
και αυτή η συμπεριφορά την στεναχωρούσε. Κάποιο βράδυ η Λυδία ζήτησε από την
αδερφή της, να την βοηθήσει να αλλάξει εμφάνιση, σε άκρως προκλητική, μήπως
καταφέρει να του κεντρίσει το ενδιαφέρον. Τελείως διαφορετική λοιπόν πήγε να
πιει ένα πότο, όμως δεν είδε κάποια αντίδραση και συνειδητοποίησε ότι αυτή η
κατάσταση δεν της άξιζε και έπρεπε να προχωρήσει παρακάτω. Έφυγε από το μαγαζί,
αφότου ήπιε το κρασί της όμως δρόμο της επιστροφής έγινε κάτι αναπάντεχο, της
επιτέθηκε ένας νέος για να της κλέψει την τσάντα και εκείνη παλεύοντας να την
κρατήσει έπεσε κάτω.
«Βοήθεια!» ούρλιαξε
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου