Οι απαγωγείς μου έχουν να εμφανιστούν κάποια εικοσιτετράωρα, και έχω μείνει χωρίς νερό! Φοβάμαι, δεν θέλω να πεθάνω. Κλείνω τα βλέφαρα μου να ηρεμήσω… Είμαι τρομαγμένη! Πονάω, τα χέρια μου σίγουρα είναι γεμάτα πληγές από το χοντρό σχοινί που τα έχουν δέσει, όπως και τα πόδια μου. Προσπαθώ να αφουγκραστώ τους εξωτερικούς ήχους από έξω αλλά δυστυχώς δεν ακούω τίποτα και αρχίζω να κλαίω. Ψάχνω τρόπους να ξεφύγω αλλά δεν υπάρχουν. Η ψυχολογική μου κατάσταση είναι απαίσια, ξαφνικά ακούω την πόρτα να ανοίγει και γυρίζω το βλέμμα προς τα ‘κει.
«Γιατί με κρατάς ακόμη;» του λέω με όση δύναμη διαθέτω.
«Γιατί ο καλός σου ο πατερούλης δεν έχει δώσει τα χρήματα.» μου απαντάει με ειρωνεία και γελά.
«Αποκλείεται!»
«Άκου να δεις κοριτσάκι, σε λίγο θα βάλω μια κάμερα και θα πεις στο μπαμπάκα σου, πόσο απαίσια περνάς και να μας δώσει τα χρήματα σε εικοσιτέσσερις ώρες αλλιώς το καταπληκτικό λαιμουδάκι σου θα το κόψω στα δυο.»
«Νερό… Θέλω νερό!»
«Σκάσε!»
«Δεν θα σου είμαι χρήσιμη αν πεθάνω.» του απαντώ.
Η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή, ένας κόμπος είναι στο λαιμό και προσπαθώ να καταπιώ αλλά δεν μπορώ λόγω του φόβου. Τα σκούρα του μάτια είναι ήταν σαν να βλέπω τον διάολο μπροστά μου. Έρχεται κοντά μου με το ποτήρι για να πιω, καταπίνω όλο το περιεχόμενο του ποτηριού, εκείνη την ώρα πάει να το αρπάξει και εγώ το χτυπάω. Τα γυαλιά έχουν σκορπίσει παντού, είναι εξοργισμένος το βλέπω! Ελπίζω να καταφέρω να κρύψω ένα κομμάτι χωρίς να το καταλάβει. «Θεέ μου, αν το συνειδητοποιήσει θα με σκοτώσει, το βάζω κάτω από το πόδι, αν το δει είμαι σίγουρα νεκρή.
«Γιατί το έκανες αυτό;»
«Ήθελα κι άλλο…»
«Τι;»
«Νερό…»
«Αχάριστη παλιοβρόμα, δεν έπρεπε να σου δώσω τίποτα.»
«Αν δεν μου δώσεις θα πεθάνω!»
«Θα πεθάνεις έτσι και αλλιώς γιατί ο λατρεμένος σου πατέρας, δεν βλέπω να τα πληρώνει…»
«Λες ψέματα, ο πατέρας μου με λατρεύει!»
«Αν δεν πάρουμε τα λεφτά μέσα σε δυο εικοσιτετράωρα δεν θα υπάρχει μετά ούτε σαν ιδέα…»
«Δώσε μου κάτι να φάω.»
«Σκάσε επιτέλους, θα σε σκοτώσω!»
Μόλις καταφέρνω να κρύψω το κομμάτι το γυαλί κάτω από το πόδι μου… Μου ρίχνει μια δυνατή κλωτσιά στη κοιλιά και λιποθυμώ από τον πόνο. Ξαφνικά μετά από λίγο με ξύπνησε ο συνεργός του απαγωγέα, το πρώτο πράγμα που θέλω να δω αν υπάρχει ακόμη το γυαλί. Προσπαθεί να με σηκώσει, αν δει ότι το κρύβω, θα με σκοτώσει!
«Δώσε μου ένα λεπτό, γιατί πονάω.»
«Σήκω πάνω γιατί αν έρθει δεν θα είναι τόσο ευγενικός μαζί σου.»
«Το ξέρω, δώσε μου ένα λεπτό… Θα σηκωθώ!»
Κρύβω το γυαλί μέσα στην κάλτσα μου. «Θεέ μου πονάει τόσο, αλλά δεν ξέρω άλλο τρόπο αλλιώς θα με σκοτώσει. Έχουν στήσει ένα σκηνικό, βλέπω μια κάμερα μπροστά μου και μια καρέκλα στην οποία με βάζουν δεμένη, μου κατεβάζουν το μαντήλι που έχω στο λαιμό και μου λέει ο ένας από τους δυο:
«Διάβασε αυτό το χαρτί και θα το μάθεις απ’ έξω! Φρόντισε να τα πεις καλά, μην το ξανά κάνουμε αλλιώς δεν θα περάσεις καλά.» με απείλησε.
Αρχίζω να λέω το παραμύθι μόλις ανοίγει την κάμερα και παρακαλώντας τους οικείους μου να στείλουν τα χρήματα όσο πιο γρήγορα γινόταν γιατί δεν αντέχω άλλο. Γιατί ο πατέρας μου δεν έχει στείλει τα χρήματα; Πόσα ζητάει αυτός ο άνθρωπος; Που με ξέρει; Γιατί με φωνάζει αχάριστη; Αν δεν καταφέρω να φύγω σήμερα, το πιθανότερο είναι μην ξημερώσω άλλη μέρα. Όταν τελειώνω αυτά που είπα στην κάμερα, φεύγει εξαγριωμένος. Βγάζω το γυαλί, έχει μπει τόσο βαριά στο πόδι μου αλλά δεν γίνεται αλλιώς… Πρέπει να φύγω από δω μέσα κόψω τα σχοινιά· τα χέρια μου έχουν κοπεί και τρέχουν αίματα αλλά στο τέλος τα καταφέρνω. Κόψω τα σχοινιά· τα χέρια μου έχουν κοπεί και τρέχουν αίματα αλλά στο τέλος τα καταφέρνω. Δεν μπορώ να περπατήσω καλά αλλά πρέπει να κάνω. Αρχίζω να τρέχω με όση δύναμη μου έχει μείνει, βρίσκομαι σε κάτι αποθήκες… αν καταφέρω βρω την έξοδο ίσως και σωθώ. Δεν ξέρω πόση ώρα τρέχω μέχρι που λιποθυμώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου