Ήρθε το Σαββατοκύριακο που ανυπομονούν
οι περισσότεροι, οι σκέψεις μου διαδέχονται η μια με την άλλη. Έχουν πέρασαν δυο
μήνες από το θάνατο της αγαπημένης μου νονάς και είμαι ακόμα συντετριμμένη και να μην έφτανε
μόνο αυτό και δεν έχω συνειδητοποιήσει το χωρισμό μου με τον Αλέξη, με τον
οποίο ονειρευόμουν να κάνω οικογένεια και αποφάσισε να με παρατήσει παρόλο αυτά
δεν έχει σταματήσει καμία διαδικασία για το γάμο και αυτό με έχει τρελάνει… αποφασίζω
να βάλω μουσική για να ξεχαστώ. Ξαφνικά όταν πιάνω μια συχνότητα που θέλω ακούω
την φωνή της Χάρις και μου έρχεται στο μυαλό εκείνην… Πάλι ευαισθησίες. Την
αγαπούσα πολύ την Ευδοξία ήμασταν πολύ δεμένες μεταξύ μας. Την έλεγα τα μυστικά
μου και με καθοδηγούσε εκείνην, βγαίναμε, περνούσαμε ώρες μαζί. Ήταν σαν
δεύτερη μητέρα μου… Τις σκέψεις μου διακόπτει το τηλέφωνο.
«Κορίτσι μου, καλησπέρα!» μου λέει μητέρα μου
«Γεια σου...»
«Σε πήρα τηλέφωνο για να σε ενημερώσω ότι θα γίνει το
άνοιγμα της διαθήκης της Ευδοξίας και πρέπει να πας παιδί μου.»
«Δεν με ενδιαφέρουν τα υλικά αγαθά ότι ήταν να
μου δώσεις η νονά μου το πήρα, δεν χρειάζομαι τίποτα άλλο.»
«Μη λες χαζομάρες Εύη σε παρακαλώ
μπορεί να σου έχει αφήσει δώρο γάμου!»
Κάνεις δεν γνώριζε για τον χωρισμό
της με τον Αλέξη έγινε λίγες μέρες μετά το θάνατο της νονάς μου ήμουν διαλυμένη
δεν μπορούσα να βάλω το μυαλό μου σε μία σειρά ήλπιζα βαθιά μέσα μου ότι όλο
αυτό ήταν ένα μικρό διάλειμμα και θα άλλαζε γνώμη και θα γυρίζει πίσω σε μένα.
«Είσαι εκεί παιδί μου; Με ακούς;»
«Εδώ είμαι...»
«Αν δεν πας εσύ θα τηλεφωνήσω εγώ
στον Αλέξη και θα πάω μαζί του να το ξέρεις.
«Καλά, θα τον επισκεφτώ. Δώσε μου
διεύθυνση και τηλέφωνο…»
ΔΥΟ 24ΩΡΑ ΕΠΕΙΤΑ
Βρισκόμουν στο προθάλαμο έξω από το γραφείο του συμβολαιογράφου με
καλωσόρισες και μπήκε στο γραφείο του, εκείνη την ώρα είδα τα ανίψια της
Ευδοξίας να είναι ήδη στο γραφείο: ο
Πέτρος, και η Αλίκη και μετά έρχεται και η Δωροθέα.
«Γεια σου Εύη…» μου είπε μέσα από τα
δόντια της.
«Γεια σου Δωροθέα.»
«Βλέπω και εσείς εδώ… όλοι προσδοκάτε
για το σπίτι αλλά εγώ το δικαιούμαι.»
«Σοβαρά; Όλοι έχουμε δικαιώματα σαν
ανίψια της.» πετάχτηκε ο Πέτρος.
«Έχει δίκιο ο Πέτρος.» λέει η Αλίκη
«Εσύ τι το χρειάζεσαι το σπίτι, με
τόσα χρήματα που έχει ο πρώην άνδρας
σου;» ρωτάει η Αλίκη.
«Θα το κρατήσω για εξοχικό, θα το
δώσω για αντιπαροχή!»
Ο συμβολαιογράφος μας είπε να
περάσουμε και να ξεκινάει την ανάγνωση της διαθήκης, όλοι την ακούμε με προσοχή
και τώρα αναφέρει τον όρο για να πάρει κάποιος το σπίτι:
«Να έρθει το σπίτι σε έναν από σας,
πρέπει να έχετε βρει την αληθινή αγάπη.»
«Αυτό είναι παράλογο…»
«Αυτός είναι ο ορός και δεν αλλάζει.
Κυρία Γιατράκου, έχετε χωρίσει σωστά;»
«Μάλιστα, ο κύριος Γκέκος είναι
ομοφυλόφιλος και η Αγγελοπούλου Αλίκη είναι ελεύθερη άρα η Κυρία Πάνου, από όσο
γνωρίζω είστε αρραβωνιασμένη αλλά έχετε τις προϋποθέσεις οπότε το σπίτι σου
ανήκει. »
Αρχίζουν να αντιδρούν αλλά δεν με
νοιάζει. Βαθιά μέσα μου ξέρω ότι δεν την εξαπατώ την νονά μου, γιατί ο Αλέξης
ήταν και θα είναι πάντα η αγάπη της ζωής της. Εξάλλου με πήρε τηλέφωνο ο
αγαπημένος μου και το μόνο σίγουρο είναι ότι θα τα βρούμε. Τελικά το σπίτι
πέρασε στην κατοχή μου και πηγαίνω να εγκατασταθώ
εκεί. Ζητάω δύο μέρες άδεια από την δουλειά της για να μπορέσω να μπω στο νέο
του σπίτι με ηρεμία. Όλα θύμιζαν την Ευδοξία σε αυτό το σπίτι κάτι που συγκινεί
πάρα πολύ.
ΜΙΑ ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΜΕΤΑ.
Η ησυχία που υπάρχει μέσα στο σπίτι με έχει κάνει να νιώσω πολύ οικία με το περιβάλλον. Ένα
βράδυ αποφασίζω να κοιμηθώ δίπλα στο τζάκι. Μέσα στο βαθύ ύπνο μου, βλέπω το πορτρέτο να κουνιέται και με ξυπνάει η
φλόγα του τζακιού παρατηρώ τη γυναίκα μέσα από το πλαίσιο να μου λέει:
«Είπες ψέματα! Και αυτό το ψέμα
πληρώνονται μόνο με αίμα… εάν μέχρι τις 15 Αύγουστου δεν έχεις βρει την αληθινή
αγάπη θα πεθάνεις εσύ και τα αγαπημένα σου πρόσωπα που αγαπάς.»
Πετάγομαι ιδρωμένη από τον καναπέ και
αναστατωμένη...
«Ήταν εφιάλτης Παναγία μου!» αναφωνώ.
Ξαφνικά ακούγεται και μία φωνή από το πουθενά:
«θα πεθάνεις!» Την ίδια στιγμή ανοιγοκλείνουν οι πόρτες και τα παράθυρα του
σπιτιού…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου