Περπατώντας στην πόλη των Ναυπλίου, ο αρχαιολόγος Μένιος Καππας, παρατηρούσε την πόλη, η πόλη ήταν σαν ένα φάντασμα που προσπαθούσε να αναγεννηθεί απ τις στάχτες του... Υπήρχαν κάποια ερειπωμένα σπίτια από τον πόλεμο που υπέστη η χώρα, σε χρόνια κατοχή ήλπιζε ότι η κυβέρνηση του Βενιζέλου θα έκανε ότι γινόταν για να αποκαταστήσει την πόλη, πού πλέον ήταν η πρωτεύουσα της Αθήνας... συνεχίζοντας την διαδρομή αντίκρισε τον ναό της κοίμησης της Θεοτόκου, τον είδε ελάχιστα διαπιστώνοντας ότι δεν είχε καταστρέφει τελείως και προχώρησε... Όσο το βήμα του απομακρυνόταν από την πόλη γύρισε το βλέμμα του προς το Μπούρτζι –σκεπτόμενος ότι θα έπρεπε να κάνει αρκετές ανασκαφές για να βρει τα αρχαία ευρήματα, που ήταν σίγουρος ότι υπήρχαν στη θάλασσα μετά από μεγάλη έρευνα που έκανε σε αρχεία κείμενα, πιστεύοντας ότι μ’ αυτό το τρόπο θα γινόταν γνωστός – λίγο πριν στρίψει στο δεύτερο στενό που θα βρει είδε τον εφημεριδοπώλη, που ήταν σε μία γωνία διαλαλώντας τα γεγονότα της εφημερίδας, και εκείνος κοντοστάθηκε να τα διαβάσει:
«Γενική Εφημερίς της Ελλάδος».
ΠΡΩΤΗ ΕΙΔΗΣΗ:
Σε ένα έρανο που έδωκε για την ενίσχυση των
πολιορκημένων στο Μεσολόγγι έδωκε όλα τα υπάρχοντά της η Ψωροκώσταινα, είναι μια
ηρωικήν κίνηση από μέρους της.
ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΙΔΗΣΗ:
«H πρώτη απεργία στην
επαναστατημένη Ελλάδα»
«Oι υποσημειούμενοι αναφερόμεθα, ότι δέκα μήνες όλους δουλεύομεν ενταύθα εις την Τυπογραφίαν της Σ. Διοικήσεως, και των πρώτων μηνών τους δεδουλευμένους ημών μισθούς ελάβομεν, και αφού ηλπίζαμεν μεγάλως να λάβωμεν και των άλλων πέντε, αφού μάλιστα εδιωρίσθη παρά της Σ. Διοικήσεως ο κ. Θ. Φαρμακίδης κατά την οποίαν υπόσχεσιν μας έδωκε. Ίδομεν όμως το εναντίον και μόνον το εν τρίτον εκ διαλειμμάτων του μισθού μας ελάβομεν παραυτού, ζητούντες δε και το υπόλοιπον εξυβρίσθημεν παρά της σοφολογιότητος του, αλλά διά να μας καταπείση και λάβωμεν εθνικάς ομολογίας εμεταχειρίσθη την βίαν και λέγει “όποιος δεν λάβει αυτός ας φύγη, και ούτε καν αποδεικτικόν του δίδω, και ας υπάγη όπου θέλει».
Είχε πάρα πολλούς κεραυνούς και σου έδειχναν ότι ερχόταν νεροποντή… είχε ξεχάσει να πάρει ομπρέλα και θα γινόταν μούσκεμα. Ήταν πολύ εκνευρισμένος μ’ αυτή την απερισκεψία του, κοιτούσε γύρω του αλλά δεν έβλεπε κάτι για να προφυλαχτεί. Ήταν ένα παντοπωλείο αλλά φαινόταν κλειστό ή ερειπωμένο. Παντού υπήρχε εγκατάλειψη και η εικόνα του πολέμου του τρυπούσε το στομάχι. Ξάφνου σηκώθηκε ένας αέρας, και κάτι ανεμώνες που ήταν στο απέναντι χωράφι, κουνιόντουσαν, ίσως φυτρώσει πάλι η ελπίδα, είχε χάσει κι άλλο χρόνο, έπρεπε να βρει το δωμάτιο που είχε νοικιάσει σ’ ένα αρχοντικό της περιοχής. Το βλέμμα του ήταν ανήσυχο και η βροχή είχε ξεκινήσει δυστυχώς, όπως προσπαθούσε να προστατευτεί κάπου, άκουσε μια φωνή.
«Θέλετε βοήθεια;» γυρνώντας το βλέμμα του είδε μια νεαρή κοπέλα, με απλό άσπρο φόρεμα που κολάκευε την σιλουέτα της, με ένα μαντήλι στο κεφάλι που ήταν κεντημένο.
Σας ευχαριστώ πολύ, ψάχνω το αρχοντικό της Βρεττού Γρηγορίας…» απάντησε απορροφημένος από τα ανοιχτά καστανά μάτια της άγνωστης νεαρής.
«Είστε ο κύριος Κάππας; Σας περιμέναμε. Περάστε μέσα. Είμαι η ανιψιά της κυρίας Βρεττού, η Λενιώ.»
«Α, να σαι καλά.»
Περπατώντας στο εσωτερικό της αυλής παρατήρησε μια βερικοκιά και κάτι κατεστραμμένες τριανταφυλλιές. Το οίκημα φαινόταν ταλαιπωρημένο, αλλά αν το έβλεπες με άλλη ματιά θα καταλάβαινες ότι κάποτε είχε μια διαφορετική αίγλη. Λίγο πριν ανοίξει πόρτα είδε ο αρχαιολόγος μια σφαίρα καρφωμένη στον τοίχο και σάστισε.
«Απομεινάρια των Τουρκαλάδων…»
Έγνεψε και μπήκαν μέσα, και ο Μένιος είδε μπροστά του μια κυρία με ένα κότσο και με γυαλιά μυωπίας να τον επεξεργαζόταν λεπτομερώς.
«Κύριε Κάππα, από εδώ η Γρηγορία Βρεττού, η ιδιοκτήτρια του αρχοντικού.»
«Χαίρομαι πολύ, κυρία Βρεττού. Σας ευχαριστώ για την ενοικίαση του δωματίου.»
«Να στε καλά, παρόλο αυτά αργήσατε σαράντα πέντε λεπτά, και έχουμε φάει. Εγώ θα αποσυρθώ στο υπνοδωμάτιο μου, είναι αργά. Καλώς ορίσατε και πάλι.»
Ο αρχαιολόγος παραξενεύτηκε με την συμπεριφορά της αλλά δεν είπε κουβέντα. Η όμορφη και ευγενική Λενιώ πήγε και του έδειξε το δωμάτιο που είχε νοικιάσει. Ήταν ένας χώρος με ένα μονό κρεβάτι, ένα μικρό κομοδίνο, μια ντουλάπα και μια καρέκλα. Τα κοίταξε καλά και έπειτα την κοπέλα.
«Αυτό είναι.»
«Σας ευχαριστώ δεσποινίς Βρεττού.» της αποκρίθηκε και άφησε τα υπάρχοντά του σε μια άκρη.
«Να στε καλά. Μήπως πεινάτε; Να σας φέρω κάτι, να φάτε πριν κοιμηθείτε;»
« Όχι, Κατανοώ αυτό που είπε η θεία σας, ότι καθυστέρησα.»
«Μην δίνετε πολύ σημασία, απλώς είναι πολύ αυστηρή με τον χρόνο…»
Μετά από λίγο, η Λενιώ του πηγαίνει να φάει λίγο, που είναι νηστικός από το ταξίδι και αυτό το καταλάβαινε η κοπέλα, το βλέμμα της ήταν ζεστό και ευγενικό απέναντι στο νέο νοικάρη τους.
«Θέλω να συγχωρέσετε την θεία μου, που είναι κάπως. Αναγκάστηκε να το κάνει γιατί πέθανε ο θείος μου, στο πόλεμο και δεν είχαμε άλλους πόρους.» του εξήγησε καθώς άφησε το δίσκο στο τραπέζι που υπήρχε εκεί.
«Σας καταλαβαίνω απόλυτα.»
ΕΝΑΣ ΜΗΝΑΣ ΜΕΤΑ
Οι μέρες περνούσαν γρήγορα και ο Μένιος πηγαινοέρχονταν το Μπούρτζι προσπαθώντας να ανακαλύψει τα ευρήματα που πίστευε ότι ήταν στο βυθό της θάλασσας, όμως άρχιζε να απογοητευόταν γιατί η έρευνα ήταν άκαρπη προς το παρόν. Τα μεσημέρια γυρνούσε νωρίς για να είναι τυπικός στο ωράριο και στους κανόνες του σπιτιού που διέμενε. Η ιδιοκτήτρια του αρχοντικού ήταν τυπική και δεν του άφησε και πολλά περιθώρια για να συνομιλήσουν, παρόλο αυτά ρωτούσε να μάθει για τις έρευνες γιατί πίστευε ότι θα βοηθούσε το Ναύπλιο αυτή η ανακάλυψη…
Ήταν απόγευμα Παρασκευής εκείνου του Φθινοπώρου το 1826, όταν ξεκίνησε να βρέχει –παρόλο αυτά ο Μένιος και η Λενιώ αποφάσισαν να κάτσουν στο μπαλκόνι. Ήταν υπέροχη στιγμή, γιατί οι ψιχάλες της βροχής ακουμπούσαν πάνω στα φύλλα και μετά ότι ξεχείλιζε, έκανε λιμνούλα στο πάτωμα.
«Δεν είναι ρομαντικά;»
«Ναι…» απάντησε ο αρχαιολόγος και κοντοστάθηκε δίπλα της. Παρατήρησε ότι κρύωνε όποτε έβγαλε το σακάκι του.
Με μια απαλή κίνηση το τοποθέτησε στους ώμους της νεαρής γυναίκας, η κοπέλα γύρισε το βλέμμα της και του χαμογέλασε, και ύστερα τον ρώτησε:
«Πως πάνε οι έρευνες;»
«Έχω απογοητευτεί…. Δεν πάνε καθόλου καλά.»
«Δηλαδή θα φύγεις;»
«Όχι ακόμη… Έχω μαγευτεί.»
«Στο είπα πει ότι θα μαγευόσουν από το Ναύπλιο…»
«Μα δεν συνέβη αυτό με την περιοχή.»
«Τι εννοείς;»
«Από σένα γοητεύτηκα!» της παραδέχτηκε κοιτώντας την στα μάτια και φιλώντας το χέρι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου