Η «Κυρία με το σκυλάκι» είναι ένα αφήγημα 6.000 περίπου λέξεων, από τα πιο διάσημα αλλά και αριστουργηματικά έργα που έχει γράψει ο Τσέχωφ και το οποίο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1899.
Έχουν μια ερωτική σχέση, μετά την οποία επιστρέφει στη γυναίκα και τα παιδιά του στη Μόσχα, πιστεύοντας ότι η σχέση που δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια των διακοπών του δεν θα έχει συνέχεια. Ωστόσο, διαπιστώνει ότι δεν μπορεί να ξεχάσει την Άννα και πηγαίνει να την αναζητήσει στην επαρχιακή πόλη όπου ζει με τον άντρα της. Την ξαφνιάζει όταν εμφανίζεται μπροστά της χωρίς προειδοποίηση σε ένα θέατρο, και εκείνη του υπόσχεται να έρθει στη Μόσχα για να τον δει. Όταν ανανεώνουν την σχέση τους στη Μόσχα, συνειδητοποιούν ότι αγαπούν πραγματικά ο ένας τον άλλον. Με μια ιδιαίτερη λιτότητα στο λόγο του – δεν λέει ποτέ περισσότερα από όσα χρειάζεται, δίνει στον αναγνώστη την ένταση των συναισθημάτων των χαρακτήρων του και διατηρεί τα συναισθήματα που έχει προκαλέσει. Ένα λιτό κομψό διήγημα με ιδιαίτερο τρόπο έτσι με αυτή την διαδικασία τρέχει η πλοκή.
Απόσπασμα:
Έλεγαν ότι στην προκυμαία είχε εμφανιστεί
ένα καινούργιο πρόσωπο: η κυρία με το σκυλάκι. Ο Ντμίτρης Ντμίτριτς Γκούρωφ
ήταν στη Γιάλτα εδώ και δύο εβδομάδες, είχε ήδη εγκλιματιστεί, οπότε άρχισε να
ενδιαφέρεται κι αυτός για τα καινούργια πρόσωπα. Μια μέρα που καθόταν στο
περίπτερο του Βερνέ, την είδε να περνάει. Ήταν μια νεαρή γυναίκα μετρίου
αναστήματος, ξανθιά, με μπερέ, και ξοπίσω της έτρεχε ένα λευκό λουλού.
Ύστερα τη συναντούσε στο δημοτικό κήπο και στην πλατεία με τα δέντρα,
αρκετές φορές την ημέρα. Πάντα περπατούσε μόνη, με τον ίδιο μπερέ και με το
λευκό λουλού. Κανείς δεν ήξερε ποια ήταν και την έλεγαν απλώς η κυρία με το
σκυλάκι.
"Αν είναι εδώ χωρίς τον άντρα της και χωρίς γνωστούς",
σκεφτόταν ο Γκούρωφ, "δε θα ήταν άσκοπο να τη γνωρίσω".
Δεν ήταν ακόμα ούτε σαράντα χρόνων, αλλά είχε ήδη μια δωδεκάχρονη κόρη
και δύο γιους στο γυμνάσιο. Τον πάντρεψαν πολύ νέο, όταν ακόμα ήταν δευτεροετής
φοιτητής, και τώρα η γυναίκα του φαινόταν μιάμιση φορά μεγαλύτερή του. Ήταν μια
γυναίκα ψηλή, με σκούρα φρύδια, στητή, σοβαροφανής και, όπως έλεγε η ίδια,
σκεπτόμενη. Διάβαζε πολύ, δε χρησιμοποιούσε στα γράμματά της την παλιά
ορθογραφία, τον άντρα της τον έλεγε Ντιμίτρη κι όχι Νμίτρη, κι εκείνος βαθιά
μέσα του τη θεωρούσε στενόμυαλη, περιορισμένης αντίληψης και άχαρη. Τη φοβόταν
και δεν του πολυάρεσε να μένει στο σπίτι. Από καιρό είχε αρχίσει να την
απατάει, την απατούσε συχνά, και ίσως γι' αυτό μιλούσε για τις γυναίκες πάντα
με άσχημο τρόπο. Και όταν συζητούσαν γι' αυτές παρουσία του, τις αποκαλούσε
"κατώτερη ράτσα".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου