Ήμουν ζαλισμένη από το ποτό που είχα καταναλώσει με τα κορίτσια και γυρνούσα από το μπαρ με την μηχανή χωρίς να τρέχω, είχε λίγη ψύχρα, το ένιωθα παρόλο που φορούσε το jacket μου, ευτυχώς δεν είχε πολλή κίνηση στη παραλιακή⸱ ξαφνικά όπως κύλησαν οι ρόδες της μηχανής στην άσφαλτο αντιλήφθηκα κάτι να είναι ξαπλωμένο δρόμο και ελάττωσα ταχύτητα και σταμάτησα ήρεμα στο δίκυκλο. Με γρήγορες κινήσεις κατέβηκα από τη μηχανή και πλησίασα τον άνθρωπο που ήταν πεσμένος κάτω, πήγα κοντά του και του είπα:
«Είστε
καλά; Με ακούτε;» του είπα. Δεν ανταποκρίθηκε και αμέσως σκέφτηκα να καλέσω
ασθενοφόρο όταν μου ακούμπησε το χέρι.
«Δεν
θέλω να πάω πουθενά, είμαι καλά. Βοήθησε με να σηκωθώ μόνο!» μου απάντησε.
«Πως
βρεθήκατε εδώ;»
«Δεν
ξέρω πως ήρθα εδώ. Ψάχνω την γυναίκα μου!»
«Την
χάσατε; Με ποιο τρόπο;»
Δεν
μου απάντησε, έχασε πάλι τις αισθήσεις του και έπαθα πανικό… του έβαλα λίγη
κολόνια στα ρουθούνια και έπειτα τον βοήθησα να ακουμπήσει με μια κολόνα και
προσπάθησα να πάω στη μηχανή και πάλι με κράτησε, το βλέμμα του έμοιαζε σαν την
ακροθαλασσιά του νησιού μου και αιχμαλωτίσθηκα. Πέρασε αρκετή ώρα που μείναμε
ακίνητοι και καθισμένοι δίπλα – δίπλα στην άσφαλτο της παραλιακής. Αυτή η σιωπή
με είχε τρομάξει αρκετά και η ώρα είχε πάει τεσσεράμισι το πρωί. Εκείνος ήταν
αμίλητος και εγώ είμαι πολύ κουρασμένη και ήθελα να πάω σπίτι μου από την άλλη
δεν ένιωθα να τον αφήσω μόνο του. Έτσι αποφασίζω μετά από πολλή σκέψη να τον
φιλοξενήσω σε μένα και αύριο θα βρίσκαμε μια λύση! Ανεβήκαμε στο δίκυκλο μου
και ξεκινήσαμε για το προορισμό μας.
Περπατούσε
και με ακολουθούσε, αφού ξεκλείδωσα και μπήκαμε σπίτι μου άρχισε να
επεξεργάζεται τον χώρο, τον κοίταξα και τον ρώτησα: «Θες μια κούπα πράσινο
τσάι;» μου έγνεψε θετικά και πήγα στη κουζίνα για να το ετοιμάσω. Όσο περίμενα
να ζεσταθεί, τον παρατηρούσα να επεξεργάζεται τα πάντα και άρχισε να μετακινεί
τα αντικείμενα του σπιτιού μου χωρίς να κάνει τίποτα, παρά μόνο κουνούσε το
χέρι του περίεργα, εγώ τρομάζω και μου πέφτει η κούπα και γίνεται θρύψαλα στο
πάτωμα. Αρχίζω να ουρλιάζω και ο άγνωστος άνδρας με διαπεραστικό βλέμμα με
πλησίασε και εκείνη την στιγμή ξεκινώ να κάνω βήματα προς τα πίσω.
«Μην
με πλησιάσεις. Έκανα μεγάλο λάθος που σε έφερα σπίτι μου.»
«Δεν
θα σου κάνω κακό…»
«Μην κάνεις
βήμα σου λέω…»
«Έλα
να καθίσουμε να σου πω την ιστορία μου…»
Κούνησε
κάπως τα χέρια του και σε δευτερόλεπτα έσβησαν όλα. Δεν ξέρω τι συνέβη αλλά
όταν ανοίγω τα μάτια μου είμαι σε ένα δωμάτιο με σπαθιά, πανοπλίες και παντού
μαύρες κουρτίνες. Γυρνάω παντού το βλέμμα και δεν υπήρχε τίποτα, κανείς. Το
μόνο που αντιλήφθηκα ήταν τα κρύσταλλα που ήταν κρεμασμένα⸱ είμαι πολύ
φοβισμένη με όλο αυτό το γεγονός. Τότε εμφανίστηκε ένας άνδρας, με ατσαλένια
πανοπλία να με βλέπει και σιγά – σιγά να με πλησιάζει. Με τραβάει με βία από το
δωμάτιο και ουρλιάζω όσο με μεταφέρει σε μια πανέμορφη κρεβατοκάμαρα. Το βλέμμα
μου πέφτει πάνω σε μια προσωπογραφία μιας γυναίκας που μου μοιάζει… «Πως
γίνεται να υπάρχει μια γυναίκα να μου μοιάζει φτυστά με εμένα;» Ξαφνικά
εμφανίζεται ο άγνωστος άνδρας ντυμένος επίσημα μπροστά μου αμίλητος.
«Που
βρίσκομαι;»
«Στο
βασίλειο μου στη Σκωτία στο 5ο αιώνα… επιτέλους σε ξανά βρήκα
και δεν θα σε χάσω. »
«Τι
λες; Είσαι τρελός;»
«Είσαι
η γυναίκα μου και θα μείνεις μαζί μου…» άρχισαν να κουνιούνται τα κρύσταλλα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου