Με τη φωτογραφική μηχανή στα χέρια της, η Φιόνα ξεκίνησε μια βόλτα μαζί με τον αγαπημένο της. Περπάτησαν μέσα από το δάσος που απλωνόταν μπροστά τους, προσπαθώντας να αποτυπώσουν την ομορφιά της φύσης. Αυτή ήταν μια συνήθεια που ακολουθούσαν μία φορά την εβδομάδα και απολάμβαναν και οι δύο. Ο αγαπημένος της παρατηρούσε την Φιόνα καθώς κινούταν ανάμεσα στα δέντρα, τα μαλλιά της έπεφταν στα μάτια της και την εκνεύριζαν, αλλά αυτό το μικρό ατύχημα το έβρισκε γοητευτικό και χαμογελούσε. Εν τω μεταξύ, η Φιόνα ήταν τόσο εμπορευμένη με τη δουλειά της που αφοσιώθηκε σε αυτήν, βυθίζοντας τον εαυτό της στον κόσμο της φωτογραφίας και της φύσης.
Ξαφνικά, η ομορφιά της ημέρας διακόπηκε από μια απροσδόκητη καταιγίδα. Οι βροχές έπεφταν τόσο έντονα που ο δρόμος προς το σπίτι γίνεται ανέφικτος. Οι αστραπές άρχισαν να φωτίζουν τον ουρανό και οι δύο νέοι βρέθηκαν απροετοίμαστοι, ψάχνοντας απεγνωσμένα για καταφύγιο. Τότε, το βλέμμα της Φιόνας έπεσε πάνω σε ένα μικρό σπιτάκι. Είδαν την καμινάδα που καπνίζει και σκέφτηκαν ότι εκεί μπορεί να βρουν καταφύγιο από τη βροχή. Ο Θέμης, ωστόσο, αντιμετώπιζε έναν εσωτερικό τρόμο. Κάτι τον σταματούσε από το να πλησιάσει το σπίτι. Δεν μπορούσε να το εξηγήσει, αλλά κάτι στην ύπαρξή του τον παρακρατούσε από το να το επισκεφτεί. Η καταιγίδα όμως δεν του άφηνε πολλές επιλογές και αναγκάστηκε να ακολουθήσει τη Φιόνα προς το μυστηριώδες σπίτι. Το σπίτι φαινόταν παλιό και εγκαταλελειμμένο. Η μυρωδιά από το τζάκι κυριαρχούσε, αλλά αυτό που τους έκανε να παγώσουν ήταν η άνευ προηγουμένου ησυχία. Καμία ανταπόκριση από την πόρτα όταν χτύπησαν, μόνο ο ήχος του ανέμου και της βροχής τους αντήχησε. Σταμάτησαν για λίγο, ακούγοντας τον θρόισμα ενός κλαδιού να χτυπάει το παράθυρο. Όμως, από ό,τι φαινόταν, δεν υπήρχε κανείς μέσα. Η αγωνία αυξανόταν, και τελικά, αποφάσισαν να εισέλθουν μέσα στο σπίτι. Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική, γεμάτη με έναν περίεργο συνδυασμό μυρωδιών, από την καμένη ξύλα και τον αχνό του τζακιού μέχρι την αποκρουστική μυρωδιά του αίματος. Ο Θέμης αντιμετώπιζε μια αίσθηση απόστασης, σαν να μην ανήκε σε αυτόν τον χώρο. Μετανιωμένος, αλλά αναγκασμένος, προχώρησε βαθιά στο σπίτι μαζί με τη Φιόνα. Τα βήματά τους ηχούσαν δυνατά μέσα στη σιωπή, αποκαλύπτοντας την έρημη και σκοτεινή ατμόσφαιρα του μέρους. Ο Θέμης αντιμετώπιζε μια αίσθηση απόστασης, σαν να μην ανήκε σε αυτόν τον χώρο. Μετανιωμένος, αλλά αναγκασμένος, προχώρησε βαθιά στο σπίτι μαζί με τη Φιόνα. Τα βήματά τους ηχούσαν δυνατά μέσα στη σιωπή, αποκαλύπτοντας την έρημη και σκοτεινή ατμόσφαιρα του μέρους. Καθώς περπατούσαν, τα βήματα τους κοντινότερα στο θύμα που βρίσκονταν στο πάτωμα, η Φιόνα έκανε ένα ανατριχιαστικό εύρημα. Το φωτογραφικό φλας της αναδείκνυε ασαφώς τις κηλίδες αίματος που διασκορπίζονταν γύρω. Τα δυο νεαρά άτομα παγώνουν στο σημείο, αντιλαμβανόμενα ότι κάτι ανήμερο συνέβη σε αυτό το μέρος. Τα δευτερόλεπτα μοιάζουν σαν αιώνες, καθώς προσπαθούν να επεξεργαστούν αυτό που βλέπουν.
Ξαφνικά, όμως, η σιωπή διακόπτεται από έναν ανατριχιαστικό ήχο. Το παράθυρο χτυπάει δυνατά από τον άνεμο, και το θόρυβο ακολουθεί η σιγή. Κάτι είναι εκεί έξω, αλλά δεν είναι φυσιολογικό. Μια φωνή αντηχεί μέσα στο μυαλό τους, καθώς αναγκάζονται να αντιμετωπίσουν τον εφιάλτη που έχει ξυπνήσει: «Εγκλήματα, θάνατος, μυστήριο...» Οι σκέψεις τους είναι αδιακρίτως διακομμένες από ήχους και εικόνες που διεισδύουν στην πραγματικότητα τους. Και πριν προλάβουν να αντιδράσουν, οι σκιές πλησιάζουν. Ένα άγνωστο χέρι χτυπάει από πίσω, και όλα γίνονται σκοτεινά... Όταν ξανακοιτάνε, βρίσκονται χαμένοι στο σκοτάδι, αμήχανοι και φοβισμένοι. Το φεγγάρι αναδύεται ανάμεσα στα σύννεφα, φωτίζοντας αργά το τοπίο. Η Φιόνα και ο Θέμης αναγκάζονται να αντιμετωπίσουν την ανεξήγητη κατάσταση που βρίσκονται. Το σκοτάδι γύρω τους αποκαλύπτει σιγά-σιγά τα περίγραμματα του μέρους. Το πρώτο που προσέχουν είναι η αίθουσα στην οποία βρίσκονται, η οποία φαίνεται να έχει εγκαταλειφθεί εδώ και χρόνια. Τα έπιπλα είναι σκεπασμένα από σκόνη, το ξύλινο δάπεδο είναι τραχύ και σκοτεινό, και η ατμόσφαιρα είναι γεμάτη με ανακολουθίες και αγωνία. Οι δύο νέοι αναζητούν εξηγήσεις, αλλά ο κόσμος γύρω τους φαίνεται να έχει αλλάξει. Οι πόρτες και τα παράθυρα εξαφανίζονται, αφήνοντάς τους παγιδευμένους σε αυτό το παράξενο χώρο. Κάθε προσπάθειά τους να φύγουν ανατρέπεται, καθώς φαίνεται να μην υπάρχει έξοδος. Καθώς η νύχτα εξελίσσεται, η αγωνία τους εντείνεται. Σκιές και φάντασματα φαίνεται να περνούν από το σκοτάδι, και ο ήχος αδιάκριτων βημάτων ακούγεται γύρω τους. Τα νεύρα τους είναι τεταμένα, και η απελπισία αρχίζει να τους συνεπικαλεί. Μέσα στον αγώνα τους να βρουν απαντήσεις, εκείνο που τους συγκλονίζει είναι το αίμα. Στο πάτωμα της αίθουσας, βρίσκουν σημάδια αίματος, χνούδια που μοιάζουν να σχηματίζουν περίεργα μοτίβα. Οι εικόνες που σχηματίζονται από τα σημάδια είναι τρομακτικές και αποκαλύπτουν μια ιστορία βίας και τραγωδίας. Καθώς η νύχτα προχωράει, η τρομακτική ατμόσφαιρα γίνεται ανυπόφορη. Ο χρόνος φαίνεται να έχει σταματήσει, και οι δύο νέοι αναρωτιούνται αν θα βγουν ποτέ από αυτήν την εφιαλτική πραγματικότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου