Το τρίτο στεφάνι είναι μυθιστόρημα του Κώστα Ταχτσή. Ο Ταχτσής έγραψε το μυθιστόρημα κατά την περιπλάνησή του εκτός Ελλάδας, στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Το πρότεινε σε τρεις εκδοτικούς οίκους, οι οποίοι όμως το απέρριψαν. Η υπόθεση του μυθιστορήματος εκτυλίσσεται κατά κύριο λόγο κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Πρωταγωνίστριες και αφηγήτριες είναι δύο γυναίκες, η Νίνα και η φίλη της Εκάβη, που ζουν αυτές τις περιόδους και περιγράφουν με ακρίβεια το κλίμα της εποχής μέσα από τις προσωπικές τους ιστορίες. Διαδοχικά, η Νίνα πραγματοποιεί τρεις γάμους απ' όπου προέρχεται και ο τίτλος του έργου.
Το Τρίτο Στεφάνι είναι μυθιστόρημα που πρέπει να διαβάσει κάποιος δύο ή τρεις φορές στη ζωή του. Ανάλογα την ηλικία που έχεις το αντιλαμβάνεσαι διαφορετικά. Η αφήγηση του Τρίτου Στεφανιού είναι μια ταλαιπωρία του καθημερινού ανθρώπου, που παρασύρεται από την ιστορία χωρίς να καταλαβαίνει τι έχει συμβεί, για ποιό λόγο και ποιός είναι υπεύθυνος. Ένα διαμάντι της ελληνικής λογοτεχνίας. Μοναδικοί διάλογοι, έντονες σκηνές και αλήθειες από την εποχή εκείνη. Οι μονόλογοι των ηρωίδων αποκαλύπτουν καινούργιες πτυχές της ζωής τους και του χαρακτήρα τους. Ένα βιβλίο τολμηρό, διαχρονικό και τόσο ρεαλιστικό. Σε μεταφέρει σε μια άλλη εποχή. Δίκαια ανήκει στην κλασική λογοτεχνία. Η γλώσσα είναι η δημοτική, με αρκετούς λαϊκισμούς. Πράγματι, ο συγγραφέας αποδίδει με ακρίβεια τη γλώσσα της εποχής και τη ζωντάνια του προφορικού λόγου, τηρώντας τις αναδρομές στο παρελθόν, αφηγήσεις και ανοίγματα στο μέλλον.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ:
Κεφάλαιο 1
Δε μπορώ, όχι, δε μπορώ να την υποφέρω πια!… Τι πληγή είν΄ αυτή που μούστειλες θε μου; Τι αμαρτίες έχω κάνει για να με τιμωρείς τόσο σκληρά; Ως πότε θα την έχω στην καμπούρα μου; Ως πότε θάμαι υποχρεωμένη να την ανέχομαι να βλέπω τη μούρη της, ν΄ ακούω τη φωνή της, ως πότε; Δε θα βρεθεί επιτέλους κανένας στραβός χριστιανός να την πάρει, ν΄ απαλλαγώ απ΄ αυτό το έκτρωμα της φύσεως που μ΄ άφησε ο πατέρας της για να μ΄ εκδικηθεί – που χαΐρι και προκοπή να μη δουν εκείνοι που δε μ΄ άφησαν να κάνω την έκτρωση!…
Μα γιατί τους βλαστημάω; Δε ζούνε πια. Ούτε φταίν΄ εκείνοι. Φταίω εγώ που τους άκουσα. Σε τέτοια ζητήματα πρέπει ν΄ ακούει κανείς μόνο τον εαυτό του, κανέναν άλλον!… Όσο ήταν μικρή, παρηγοριόμουνα με την σκέψη πως, μεγαλώνοντας θ΄ άλλαζε. «Θ’ αλλάξει!» έλεγα. «Θα στρώσει. Στο κάτω της γραφής, αργά ή γρήγορα, μια μέρα θα παντρευτεί. Θα τη φορτωθεί άλλος στην καμπούρα του». Μα δε βαριέσαι! Άδικα ήλπιζα. Όπως πάν’ τα πράματα, μου φαίνεται πως θα μείνει γεροντοκόρη. Και πώς να μη μείνει γεροντοκόρη τέτοια που είναι; Αχ, ας όψεται εκείνο το τέρας, η Ερασμία, που την κατέστρεψε με τις κατηχήσεις της. Ποιος άντρας θα γυρίσει, σας παρακαλώ, να την κοιτάξει ερωτικά έτσι που ντύνεται, έτσι που φέρεται, έτσι που μιλάει; Ποιος σοβαρός άνθρωπος θα δεχτεί να την κάνει μητέρα των παιδιών του μ΄ αυτές τις γελοίες ιδέες που έχει, με τις νευρώσεις που έχει, με το έκζεμα που το ξύνει συνεχώς και δεν τ΄ αφήνει να κλείσει; Θα μείνει δυστυχώς στο ράφι, και δεν ξέρω η έρμη ποια απ΄ τις δυο μας να λυπηθώ περισσότερο : Τον εαυτό μου ή εκείνην; Γιατί, ό,τι κι αν λέω, κακά τα ψέματα. Μάνα της είμαι και την πονάω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου