Πετάγομαι από τον εφιάλτη μου και βλέπω τον Ερρίκο να με κοιτάει, εγώ έντρομη προσπαθώ να σταθεροποιήσω την αναπνοή μου… «Αγάπη μου, ένα κακό όνειρο ήταν… Πάει τώρα.» μου λέει για να με καθησυχάσει και τον παίρνω αγκαλιά. Ύστερα αρχίζω ετοιμάζομαι για το μεσημεριανό τραπέζι. Όπως κατεβαίνουμε τις σκάλες, παρατηρώ δυο –τρεις κοπέλες που κάνουν στις δουλειές του σπιτιού να κρατούν στα χέρια τους, πανοπλίες παλιάς εποχής και κάπως παγώνω... Γιατί μου θυμίζει την πανοπλία που είδα στον εφιάλτη μου –σταματάω να περπατάω και σκέφτομαι τι ακριβώς γίνεται, το μυαλό μου παίζει περίεργα παιχνίδια. Ο Ερρίκος αντιλαμβάνεται ότι δεν κινούμαι κοντά του και γυρνάει το βλέμμα του ψάχνοντας με.
«Βικτώρια νιώθεις καλά; Τι σου συμβαίνει κορίτσι μου;»
«Απλά είδα κάποιες κοπέλες να μετακινούν μεσαιωνικές στολές Ιπποτών.»
«Α τώρα κατάλαβα... Παραξενεύτηκες και είναι λογικό νομίζω. Εμείς κάθε χρόνο το ‘χουμε έθιμο την παραμονή της Πρωτοχρονιάς να διοργανώνουμε ένα μασκέ πάρτι για αυτό είδες και τις στολές.» Μου εξήγησε ο Ερρίκος καθώς μπαίνουμε στο υπνοδωμάτιο μας.
Μετά το μεσημεριανό γεύμα, ο αγαπημένος μου προτείνει να πάμε στην πόλη της Ρόδου να με ξεναγήσει και εγώ δέχομαι με μεγάλη χαρά. Όλα μοιάζουν ότι είναι βγαλμένα από παραμύθι... Τελικά η απόφασή μου να ακολουθήσω τον Ερρίκο έπρεπε να το σκεφτώ πιο συνετά παρόλο αυτά είμαι πολύ ερωτευμένη, και περνάω όμορφα μαζί του, είναι αστείος και αρκετά έξυπνος... Αρχίζει να μου λέει – ότι έχουν οικογενειακές επιχειρήσεις στη Ρόδο: είναι μία αλυσίδα από εστιατόρια – μπαρ που έχει δημιουργήσει ο πατέρας του και τώρα με τη σειρά του θα πρέπει να τα διευθύνει ο ίδιος –όταν φτάσουμε στην πόλη, μου λέει ότι θα λείπει αρκετές ώρες από το απόγευμα μέχρι και καμιά φορά μετά τις 1:00 το βράδυ. Αφού περιπλανηθήκαμε στην πόλη της Ρόδου, ήπιαμε καφέ σε ένα πολύ συμπαθητικό μέρος... Μου πρότεινε να πάμε να δούμε το παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου... Αρχίζει να μου αναφέρει ότι χτίστηκε τον 7ο αιώνα χτίστηκε την εποχή του Βυζαντίου από ιππότες είναι μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς όπως με ενημέρωσε όπως οδηγούσε για τον προορισμό μας. Εγώ τον ακούω με μεγάλη προσοχή... Το κάστρο με αφήνει άφωνη, το χέρι του Ερρίκου με κρατεί τρυφερά ενώ παρατηρώ εσωτερικά το κτίσμα. Εκείνος έχει κλειδί για να μπούμε, όπως μου λέει συνήθως δεν μπορείς να μπεις. Μου κάνει εντύπωση που έχει τα κλειδιά του μνημείου αλλά δεν το σχολιάζω… Καθώς περπατάμε, αισθάνομαι μπαίνω σε μία γραφομηχανή ότι είμαι σε άλλη εποχή, κοιτάω δεξιά ή αριστερά την κάθε παραμικρή λεπτομέρεια το δάπεδο κάτω έχει μικρές τετράγωνες πλάκες και γύρω-γύρω βλέπεις μικρές καμάρες που μπορείς να μπεις και να ανακαλύψεις και άλλους χώρους. Αυτό το μέρος με μαγεύει. Ζω ένα όνειρο…
*
Όμως η ρουτίνα
της καθημερινότητα της αλλάζει κάποια πράγματα, εγώ βαριέμαι γιατί ο αγαπημένος
μου δουλεύει πάρα πολύ, και εγώ αναγκάζομαι να μένω μόνη μου πολλές ώρες και αρχίζω
να περιπλανιέμαι στο νησί. Είμαι ήδη εδώ τρεις μήνες εδώ, οι γονείς του
πολύ καλοί αλλά κάπως παράξενοι. –Στο σπίτι έχουν πολλά πορτρέτα από τους
προγόνους τους, όμως δεν τους αρέσουν να λένε ιστορίες για κείνους. Στη πόλη
του νησιού είναι ιδιαίτερα αγαπητοί, γιατί κάνουν εράνους και βοηθούν. –Έχω
γνωρίσει την Ντόρα που έχει το τοπικό ζαχαροπλαστείο, που πηγαίνω με το
ποδήλατο και την επισκέπτομαι σχεδόν κάθε μέρα και περνάει οι ώρες μου υπέροχα,
νομίζω ότι βρήκα μια φίλη. Τα βράδια λοιπόν είμαι μόνη μου, και αποφασίζω να περιπλανιέμαι
κοντά στο κάστρο, έχει γίνει η αγαπημένη μου συνήθεια μόνο που… τις
περισσότερες φορές έχω την εντύπωση ότι τον βλέπω αλλά έχει άλλα ρούχα και
υπάρχει μια άγνωστη γυναίκα δίπλα του… Νομίζω
ότι τρελαίνομαι «Τι παιχνίδι
παίζει;» σκέφτομαι. Περπατώ μέσα στο κάστρο και τον παρατηρώ να
την πνίγει… αρχίζω να ουρλιάζω και εξαφανίστηκαν και ξύπνησε από ένα εφιάλτη. Τα λέω όλα στον Ερρίκο και μου απαγορεύει να ξανά πάω
γιατί επηρεάζομαι και θα πάνε πάλι μαζί για να δει ότι όλα αυτά είναι
παραισθήσεις, αλλά όταν εκείνος λείπει η μόνη λύση είναι να σταματήσω αυτές τις περιπλανήσεις.
Εγώ όμως συνεχίζω να πηγαίνω στο παλάτι βρίσκω κάποιο ανοιχτό σημείο
και να περπατάω στα σκοτεινά μονοπάτια
και ξαφνικά αρχίζω να ακούω πάλι τις ίδιες φωνές να μου λένε: «Φύγε από δω και να μην ξαναρθείς! Φύγε από το νησί.»
Ξαφνικά μέσα από τους τοίχους αρχίζω να
βλέπω φιγούρες, γυναίκες να φοράνε μεσαιωνικά ρούχα και ένας άντρας ψηλός, νέος
να τις σκοτώνει και να τις μεταφέρει εδώ και να τις στραγγαλίζει... Δεν μπορώ
να δω το πρόσωπό του αλλά η φιγούρα του είναι γνωστή. Τα ουρλιαχτά τους με
ταράζουν και τα αίματα που με περιβάλλουν στα πατώματα… έχω αρχίσει να πιστεύω
ότι βλέπω εικόνες μιας άλλης εποχής λόγω
των ρούχων. «Ίσως για αυτό οι γονείς τους
να μην θέλουν να μιλούν για το παρελθόν τους; Μπορείς κάποιος από αυτούς να
είναι δολοφόνος;» αναρωτιέμαι! Στην επόμενη περιπλάνηση στο κάστρο, ένα από
τα φαντάσματα μου λέει κάτι αλλά δεν καταλαβαίνω. Με πιάνει πανικός και ξεκινάω
να τρέχω προς στη πόλη χωρίς να με νοιάζει ο προορισμός. Όταν φτάνω στη πόλη
όπως περπατώ και μέσα στη ζαλάδα του φόβου πέφτω πάνω σε μια γυναίκα και σου
ψιθυρίζει: «Είσαι η επόμενη…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου