Οι καπνοί από το σπίτι του, έβγαιναν εκείνος ούρλιαζε αλλά κανείς δεν τον άκουγε. Άρχισε να τρέχει ξυπόλητος πώς το λιμάνι, φώναζε στους γονείς του αλλά κανείς, δεν απαντούσε στα παρακάλια του... Έτρεχαν όλοι πανικόβλητοι να σωθούν από αυτήν την τρέλα που τους είχε... Ξαφνικά βλέπει ένα καράβι, και βουτάει μέσα σε αυτό! Ήταν πολύ φοβισμένος και τα μάτια του έτρεμαν από τον φόβο ότι δεν θα ξαναβλέπε ποτέ τους γονείς του ζωντανούς! Τα αυτιά του βούιζαν από τους δυνατούς κρότους και ουρλιαχτά γυναικών που φώναζαν και μωρά που έκλαιγαν ήταν ένας εφιάλτης χωρίς τελειωμό. Έκλεισε τα αυτιά του, στην προσπάθεια να μην τα ακούει αλλά δυστυχώς όλα αυτό θα τον στοίχειωνε το ήξερε... Πετάχτηκε ξαφνικά από το κρεβάτι του, λουσμένο στον ιδρώτα, η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, ανακάθισε στο κρεβάτι και περίμενε να συνέλθει...
Δεν το άντεχε όλο αυτό που περνούσε. Δεν μπορούσε να ξεπεράσει όλο αυτό που έζησε και ότι δεν θα ξανά έβλεπε κανέναν από αυτούς που αγαπούσε. Αυτό γινόταν τα τελευταία χρόνια από την ημέρα που ήρθε στην Ελλάδα, είχε καταφέρει να έχει μία ζωή που του διασφάλιζε φαγητό και στέγη αλλά ένας ζωντανός νεκρός από την ημέρα που έγινε ο τάφος πολλών ψυχών.
Το ρολόι έδειξε 6:30, έπρεπε να σηκωθεί να ετοιμαστεί για να πάει στη δουλειά του, το τελευταίο διάστημα υπήρχε ένα κορίτσι το οποίο του έχει αλλάξει τον τρόπο που σκεφτόταν... Οι δαίμονες του όταν ήταν κοντά της, τους ξεχνούσε. Αφού ετοιμάστηκε πάρα πολύ γρήγορα πήρε το τρόλεϊ και άρχισε να κατευθύνεται προς την εργασία του, όλοι έτρεχαν βιαστικά και κανείς δεν κοιτούσε τον διπλανό του. Αυτό το είχε στοιχίσει πάρα πολύ, στην Σμύρνη τα πράγματα όταν πάρα πολύ διαφορετικά, ο ένας μιλούσε με τον άλλον υπήρχε επικοινωνία. Αλλά εδώ όλα ήταν απόμακρα και μοναχικά, του έλειπε αυτή η ζεστασιά. Όταν μπήκε στο κτίριο που δούλευε συνάντησε το κορίτσι με το υπέροχο χαμόγελο, που του μαλάκωνε την ψυχή, πού ήταν όλο τραύματα.
«Καλημέρα Σταμάτη, τι κάνεις; Πώς είσαι σήμερα;»
«Καλημέρα, γλυκιά μου.. Καλά μωρέ. Εδώ όπως τα ξέρεις.»
Φαίνεσαι λίγο κομμένος, δεν κοιμήθηκες αρκετά;»
«Δυστυχώς όχι. Αλλά θα τα καταφέρω σήμερα.» της είπε και της έκλεισε το μάτι.
Του χαμογέλασε, και έτσι ξεκίνησε μια ακόμη εφιαλτική μέρα στη δουλειά. Το μεσημέρι στην επιστροφή, παρατηρούσε τα μικρά μαγαζιά πώς που στόλιζαν την Αθήνα, ακόμα δεν είχε συνηθίσει αυτή τη βαβούρα που υπήρχε στην πόλη, αλλά δεν είχε άλλη επιλογή. Έπρεπε να ζήσει. Ξαφνικά, έπεσε πάνω στην Κατερίνα που κρατούσε κάτι μικρά πακέτα και του χαμογέλασε τότε εκείνος της λέει:
«Θες να πάμε μια βόλτα και να φάμε ένα γλυκό;»
Όταν την έβλεπε ο εφιάλτης εξαφανίζονταν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου