Λίγο πριν
περάσει ο παλιός ο χρόνος περπατάω στα σοκάκια των Εξαρχείων, μπροστά μου
κινείται η πρώην μου… είναι τόσο ελκυστική Είμαι κοντά, για να μυρίσω το άρωμά
της. Πόσο μου έλειψε! Ξαφνικά εμφανίζεται ένας άνδρας, την φιλάει παθιασμένα
και μιλούν και κρύβομαι να μην με δουν. Παρατηρώ ότι μιλούν αλλά δεν μπορώ να
ακούσω. Όταν αρχίζουν να περπατούν τους παίρνω κατά πόδας. Σταματάνε σε ένα
μικρό εστιατόριο για να φάνε, κάθομαι να τους παρατηρώ… Η Εύα γελάει, περνάει
καλά μαζί του… Πως τολμάει μέσα σε τέσσερις
μήνες να με έχει αντικαταστήσει; Δεν με αγάπησε ποτέ; Θα το πληρώσει αυτό η
σκρόφα. Ίσως να με άφησε γι αυτόν! Θα δει τι θα πάθει… Αυτό δεν πρόκειται να
περάσει έτσι! Η αχάριστη!
Μετά το φαγητό, πάνε σ’ ένα μπαρ να πιουν ένα ποτό… ο αλήτης την ακουμπάει και αυτή το δέχεται. Η άπιστη… Σαν να είναι μια ξεδιάντροπη. Έχει πάει έντεκα όταν την συνοδεύει στο σπίτι της. Ανεβαίνει μαζί της, εκείνη την ώρα σφίγγω τις γροθιές μου και είμαι έτοιμος να μπω στο σπίτι και τον βλέπω να βγαίνει. Αν ο τύπος έχει δουλειά και έφυγε; Όχι.. όχι! Δεν υπάρχει περίπτωση να είναι αθώα; Είναι μια τσούλα που με παράτησε για αυτόν τέλος! Παίρνω μια ανάσα και συνεχίζω να την κοιτάζω… Είναι τόσο όμορφη, ξεκινάει να ξεντύνεται, στο δωμάτιο της… Πόσο όμορφο δέρμα έχει; Τελικά δεν έχει αλλάξει από την τελευταία φορά που είχα στην αγκαλιά μου; Γιατί έπρεπε να με παρατήσει και αυτή; Όπως όλες οι άλλες; Επειδή την αγάπησα τόσο δυνατά!
Πλησιάζω την πολυκατοικία… Μένει στο ισόγειο, είναι όπως την θυμάμαι δεν έχει αλλάξει. Αφήνει την μπαλκονόπορτα ανοιχτή όπως πάντα, δεν σκέφτεται καθόλου. Κινούμαι στο χώρο, στο σαλόνι είναι σκοτεινά αλλά ξέρω το σπίτι! Μάλλον είναι στο μπάνιο, ακούω νερά να τρέχουν. Παραμονεύω να βγει από το ντους, είναι γυμνή –το τατουάζ στη πλάτη, είναι το σημείο που πάντα το αγαπούσα, την βλέπω να κάθεται στο κρεβάτι, πάω από πίσω της, κρατώντας το μαχαίρι… την εγκλωβίζω με το χέρι μου και το βάζω στο λαιμό της.
«Βοήθεια!»
«Σκάσε!»
«Γιώργο; Εσύ είσαι;»
Η ανάσα της, είναι γρήγορη… Την αφήνω για δευτερόλεπτα και περνάω μπροστά της να με βλέπει. Η μάσκα που φοράω την τρομάζω περισσότερο. Αρχίζω να ανοίγω το παντελόνι μου, εκεί πάει να σηκωθεί και την πλησιάζω. Την χτυπάω για να μην τολμήσει να ξεφύγει. Αρχίζω να φιλάω, την χαϊδεύω και εκείνη τραβιέται άλλα την φοβίζω με το μαχαίρι και στην κρίσιμη στιγμή πριν ολοκληρωθεί η πράξη ακούω κλειδιά και πόρτα να ανοίγει:
«Αγάπη μου, που είσαι;»
«Μην τολμήσεις γιατί θα τον σκοτώσω. Του έδωσες και κλειδιά ε;»
Πηγαίνω κοντά της, και την χαρακώνω λίγο στον ώμο για να με θυμάται για την επόμενη φορά.
«Θα τα ξανά πούμε!» και βγαίνω από το παράθυρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου