Ποιος δεν γνωρίζει τον μεγάλο Ρώσο θεατρικό
συγγραφέα και ποιος θεατρόφιλος δεν έχει δει τον Θείο Βάνια, τον Γλάρο, τον
Βυσσινόκηπο. Σίγουρα όμως λιγότεροι γνωρίζουν τα θαυμάσια διηγήματά του και
ακόμα λιγότεροι είναι αυτοί που ξέρουν ότι ήταν γιατρός. Όχι μόνο ήταν γιατρός
αλλά ασκούσε την ιατρική σε όλη του τη ζωή. Έλεγε: «Η ιατρική είναι η νόμιμη
σύζυγός μου ενώ η λογοτεχνία η ερωμένη μου»
.Οι τρεις αδελφές είναι τετράπρακτο θεατρικό δράμα γραμμένο από τον Ρώσο συγγραφέα: Άντον Τσέχωφ το 1900. Το έργο διαδραματίζεται σε μια επαρχιακή πόλη (που δεν κατονομάζεται) της Ρωσίας και αφορά στην διάψευση των ελπίδων και των επιθυμιών των προσώπων και ιδιαίτερα των τριών αδελφών, από την καθημερινότητα και το βάρος της ζωής. Tα τέσσερα παιδιά ενός μορφωμένου στρατιωτικού, οι τρεις κόρες του και ο μοναχογιός του, μετά τον θάνατό του, ζουν σε μiα απομακρυσμένη και μονότονη πόλη της ρωσικής επαρχίας. Τα μέλη της οικογένειας, και οι στρατιωτικοί φίλοι τους, φαντασιώνουν ότι ζουν σε μια αποκομμένη από την επαρχιακή πλήξη “νησίδα πολιτισμού”. Οι τρεις αδελφές αναζητούν ωστόσο μια λύτρωση που ποτέ δεν έρχεται. Οι αξιωματικοί θα φύγουν μακριά κι οι τρεις αδελφές θα απομείνουν μόνες, συντροφιά με τα ανεκπλήρωτα όνειρά τους, να νοσταλγούν και να αναρωτιούνται για το νόημα της ύπαρξης τους.
Η έλλειψη της προσωπικότητα κάποιων σημείων στο χαρακτήρα τους και η ψυχική τραγωδία τους, τους οδηγεί στην επίσκεψη του οικείου χώρου του πατρικού τους σπιτιού, αλλά οδηγεί τον αναγνώστη να μαγευτεί από τους ήρωες αλλά και να προβληματιστεί από την πλοκή του έργου.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ:
ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ
Στo σπίτι των Πραζόρωφ. Ένα µεγάλο σαλόνι µε κολόνες. Στο βάθος, ανάµεσα από τις κολόνες, φαίνεται µια άλλη µεγάλη σάλα. Μεσημέρι. Μέρα ηλιόλουστη. Στη µέσα σάλα ετοιµάζουν το τραπέζι για πρόγευµα. Η Όλγα, µε µπλε σκούρα στολή καθηγήτριας του Γυµνασίου, διορθώνει σχολικά τετράδια, πότε καθιστή και πότε όρθια. Η Μάσσα, µε µαύρο φόρεµα και το καπέλο στα γόνατά της, κάθεται και διαβάζει ένα βιβλίο. Η Ειρήνα, µε άσπρο φόρεµα, στέκει παρέκει βυθισμένη σε σκέψεις.
ΟΛΓΑ: Ο πατέρας πέθανε πριν ένα χρόνο, ακριβώς σαν σήµερα στις πέντε του Mάη, τη µέρα της γιορτής σου, Ειρήνα. Εκανε κρύο πολύ τότε, έριχνε χιόνι. Εγώ ένιωθα πως δε θα μπορούσα να το βαστάξω... Κι εσύ είχες λιποθυµήσει κι ήσουνα χλωµή, σαν πεθαµένη. Όµως να, πέρασε ένας χρόνος, και το ξαναθυµόµαστε πια χωρίς πόνο. Εσύ φόρεσες τ' άσπρα σου και το προσωπάκι σου λάµπει. (το ρολόι χτυπάει δώδεκα) Και τότε χτυπούσε το ρολόι. (Παύση) Θυµάµαι όταν σηκώσανε τον πατέρα... έπαιζε µουσική, και στο νεκροταφείο πέφτανε κανονιές. Ήτανε στρατηγός και διοικητής Ταξιαρχίας. Κι όµως δεν ήρθε πολύς κόσµος στην κηδεία. Έβρεχε πολύ. Μια βαριά βροχή και...
ΕΙΡΗΝΑ: Τι τα ξαναθυµόµαστε ολ' αυτά; (Ο Βαρόνος του Τούζεµπαχ, ο Τσεµπουτίκιν κι ο Σαλιόνιυ παρουσιάζονται στη µέσα σάλα, κοντά στο τραπέζι)
ΟΛΓΑ: Σήµερα κάνει ζέστη. Μπορούµε να 'χουµε τα παράθυρα ανοιχτά. Κι όµως οι σημύδες ακόµα δε βγάλανε φύλλα. Ο πατέρας είχε αναλάβει εδώ την διοίκηση της Ταξιαρχίας, πριν έντεκα χρόνια, και ήρθαµε δω τότε όλοι µαζί απ' τη Μόσχα. Θυµάµαι καλά, τέτοια επoχή στη Μόσχα, στις αρχές του Mάη, όλα ήταν ανθισµένα. Έκανε ζέστη και όλα ήταν λουσµένα στου ήλιoυ το φως. Πέρασαν έντεκα χρόνια από τότε, κι όµως τα θυμάμαι αυτά σαν να φύγαµε χθες! Ω! Θεέ µου! Ξύπνησα σήµερα το πρωί κι αντίκρισα όλο αυτό το φως, είδα την άνοιξη, κι η χαρά πληµµύρισε την καρδιά µου! Κι ένιωσα µια τέτοια λαχτάρα να ξαναγυρίσω στο σπίτι µας!
ΤΣΕΜΠΟΥΤΙΚΙΝ: Αµ δε! ΤΟΥΖΕΜΠΑΧ: Κουταµάρες βέβαια! (Η Μάσσα διαβάζοντας αφηρηµένη το βιβλίο σιγοσφυρίζει ένα τραγούδι.)
Αποκαλύπτει πως ο άνθρωπος μπορεί να
αντιστέκεται αδιάκοπα στην παραίτηση, να συγκεντρώσει δυνάμεις για να βουτήξει
στο άγνωστο χωρίς εξασφάλιση, πέρα από τη συνειδητοποίηση ότι δεν γίνεται
αλλιώς, και με την ελπίδα για το καλύτερο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου