Πόσο δύσκολο είναι να κάνεις μια απόσταση σ’ αυτή την πόλη; Είναι ο δικός μου γολγοθάς από την ώρα που ανεβαίνω στο αναπηρικό μου αμαξίδιο. Πόσο μεγάλος αγώνας πρέπει να κάνω για να περάσω τον δρόμο όταν ένας «κύριος» έχει σταθμεύσει το αυτοκίνητο του μπροστά από την διάβαση δυσκολεύοντας την ζωή μου. Μα τον Θεό, έχω ανάγκη να βρίσω αλλά προσπαθώ να συγκρατήσω τα νεύρα μου… Νιώθω τα χέρια μου να κουράζονται, σπρώχνοντας τις ρόδες του αμαξιδίου, πρέπει να φτάσω στο προορισμό μου και ας νιώθω κουρασμένος. Αδιάκριτα βλέμματα με κοιτούν με περιέργεια, άλλοι με οίκτο και άλλοι με συμπάθεια, δεν δίνω σημασία. Ευτυχώς φτάνω στη στάση και κάθομαι δίπλα στο παγκάκι των πεζών… Κοιτώ το ρολόι μου λέει 12 το μεσημέρι.
Η Ντίνα με περιμένει στην Γλυφάδα στα KFC για να φάμε μετά από καιρό –είναι η μόνη φίλη που μου έχει μείνει μετά το ατύχημα, κατά βάθος είμαι ευτυχισμένος που θα την δω. –Βλέπω το λεωφορείο να πλησιάζει και σηκώνω το χέρι μου για να σταματήσει, ελπίζω ότι θα κατεβάσει την ράμπα, γιατί θα γίνει χαμός όπως την προηγούμενη φορά. Ακινητοποιεί το μεγάλο όχημα και ανοίγει την μπροστινή πόρτα, πλησιάζω για καλή μου τύχη και βλέπω τον οδηγό να μου χαμογελάει και ενεργεί αναλόγως για να μπορέσω να εισέλθω μέσα στο λεωφορείο.
«Θέλετε να σας βοηθήσω;» μου λέει ο οδηγός καθώς πηγαίνω κοντά στο όχημα.
«Όχι, σας ευχαριστώ…» του απαντώ.
Κατά τη διαδρομή παρατηρώ ένα νεαρό που φιλάει μια κοπέλα και στο μυαλό μου έρχεται εκείνη. Με πονάει πάρα πολύ που με άφησε όταν έμαθε ότι δεν θα ξανά περπατήσω.. Πήγε όλη η αγάπη που μου είχε; τα λόγια της; οι υποσχέσεις της; Όλα τα πέταξε στον κάδο των απορριμμάτων μαζί με τα συναισθήματά μου. Τριάντα λεπτά αργότερα βλέπω από έξω ότι φτάνω στη Γλυφάδα. Αφού, κατεβαίνω, αρχίζω να τσουλάω το καρότσι μέχρι εκεί που είχαμε συνεννοηθεί με την Κωνσταντίνα, παρατηρώ πολλά καταστήματα που θα ήθελα να πάμε αλλά δυστυχώς δεν είναι προσβάσιμα. Η Αθήνα είναι μία αφιλόξενη πόλη, για ανθρώπους που έχουν κάποια δυσκολία όποια και να είναι αυτή! Μετά από λίγο βλέπω το KFC και κοιτώ την φίλη μου να με περιμένει έξω από το μαγαζί κάπως ανήσυχη.
«Ντινάκι!» Της φωνάζω.
«Ωπ, νόμισα ότι θ’ ερχόσουν με ταξί.» μου είπε η φίλη μου.
«Όχι, ήρθα με λεωφορείο...»
«Αν το ήξερα θα ερχόμουν να σε πάρω εγώ, να μην σε ταλαιπωρηθείς.»
«Δεν έκανα και τίποτα δύσκολο, μπήκα απλά ένα λεωφορείο – που ευτυχώς είχε ράμπα – δεν θα μπορούσα να μην κάνω τα πάντα για μία γυναίκα σαν και σένα.»
«Έλα τώρα σταμάτα τις κολακείες.»
«Όχι αλήθεια λέω…»
Κάτσαμε παρέα κοντά δύο ώρες, φάγαμε και πήγαμε μία βόλτα, στο πεζόδρομο που είναι δίπλα στην παραλία. Δυστυχώς είχα χάσει την δυνατότητα να νιώσω την άμμο στα πόδια μου και αισθανθώ ελεύθερος, με μία όμορφη παρουσία να με συντροφεύει. Η ζωή μου είχε αλλάξει από τότε που έπαθα το ατύχημα.
«Θες να δούμε ταινία;» μου προτείνει. Ξαφνιάζομαι πολύ που μου έκανε αυτή την πρόταση μετά όμως το δέχομαι. Έτσι η Ντίνα αποφάσισε να πάρουμε ταξί για να μην ταλαιπωρηθούμε με τα λεωφορεία και χάσουμε πολύ χρόνο. Μόνο που δεν υπολόγισε τη συμπεριφορά των οδηγών ταξί. Κάποιοι δεν σταμάτησαν καν, το έκαναν και επιδεικτικά, άλλοι αρνήθηκαν ευγενικά. Μέχρι που της λέω:
«Άστο αφήσουμε καλύτερα θα ταλαιπωρηθείς, θα σε βάλω σε ταξί και εγώ θα φύγω με το λεωφορείο. Θα δούμε άλλη μέρα ταινία μαζί.»
«Δεν υπάρχει περίπτωση... Σήμερα θα δούμε ταινία.»
Μετά από μεγάλο αγώνα βρέθηκε ένας ταξιτζής που προθυμοποιήθηκε να με βάλει μέσα στο ταξί και να μας πάει στο σπίτι μου. Πόσο μεγάλη κακία υπάρχει στους ανθρώπους και πόσο δύσκολο είναι να βρεις ανθρωπιά; Σε έναν κόσμο που ο καθένας κοιτάει τον εαυτό του και μόνο. – Σε όλη την διαδρομή γνωριστήκαμε με τον οδηγό, και όταν φτάσαμε σπίτι μου, ο Ορέστης έτσι λέγανε τον ταξιτζή… –με βοήθησε να κατέβω και να κάτω στο καρότσι μου είπε:
«Αντώνη, αυτή εδώ είναι η προσωπική μου κάρτα με το τηλέφωνο μπορείς να με καλέσεις να σε πηγαίνω όπου γουστάρεις.»
«Σε ευχαριστώ Ορέστη για όλα θα το έχω υπόψη μου.»
«Είσαι τυχερός, μη χάσεις το κορίτσι αυτό, είναι διαμάντι.» Μου εκμυστηρεύτηκε στο αυτί.
Είμαστε φίλοι.» του ψιθυρίζω.
«Άκου που σου λέω κόβει το μάτι μου. Καλό σας βράδυ.»
Όταν έφυγε ο ταξιτζής γυρίζω το βλέμμα μου προς την Ντίνα και της χαμογελάω.
«Τι σου είπε ο ταξιτζής; με ρώτησε.
«Ότι είμαι τυχερός που σε έχω…» και της κλείνω το μάτι. Εκείνη σκύβει και μου δίνει ένα φιλί στο μάγουλο.
«Πάμε;» με ρωτάει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου