ΜΥΣΤΙΚΟΙ
ΑΡΡΑΒΩΝΕΣ ΤΟΥ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΥ /
ΚΛΑΣΙΚΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΑΠΡΙΛΙΟΥ
Το
συγκεκριμένο βιβλίο του Γρηγόριου Ξενόπουλου το λάτρεψα καθ’ όλα την διάρκεια
της ανάγνωσης του. Οι «Μυστικοί Αρραβώνες είναι ένα ερωτικό μελό με έντονα
θεατρικό χαρακτήρα. Το μυθιστόρημα αυτό είναι μια ερωτική επιστολογραφία, η
ιστορία βασίζεται στο ρομάντζο του ίδιου του συγγραφέα με την ποιήτρια Θεώνη
Δρακοπούλου.
Η
πλοκή των «Μυστικών Αρραβώνων» είναι το πρόβλημα του Ανάστη (πρωταγωνιστή) ενός
ανερχόμενου ζωγράφου που είναι αρραβωνιασμένος κρυφά με την Καίτη και ξαφνικά αναστατώνεται όταν
μπαίνει στην ζωή του η Θάλεια… ένα ζωντανό κείμενο, μια ηθογραφία μιας άλλης
εποχής που σε κρατάει να το διαβάσεις μέχρι το τέλος. Οι ρομαντικοί και οι
ρεαλιστές συγκρούονται και προσγειώνονται στην σφαίρα της φαντασίας, και οι δυο
πλευρές ενώνοντας στον συναίσθημα του ερωτικού τριγώνου. Βλέπουμε τα δυο βασικά
ζευγάρια που εμπλέκονται μέσα στο μυθιστόρημα από το πρίσμα της αλληλογραφίας,
αναγνωρίζοντας το ψυχογράφημάτος του αλλά και τα συναισθήματά τους (Ανάστης
–Καίτη/ Ανάστης –Θάλεια / Θάλεια –Αλέκος). Ο Αλέκος εμφανίζεται στην ζωή της Θάλειας
για να επουλώσει τις πληγές της και να την κάνει να χαμογελάσει, βέβαια γίνεται
αφού η νεαρή καλλιτέχνης διαλύεται.
Δυο
γυναίκες πονούν και διεκδικούν με τον δικό τους μοναδικό τρόπο τον γοητευτικό
ζωγράφο. Υπήρχαν πολλές στιγμές που ο πρωταγωνιστής της ιστορίας του βιβλίου να
με εκνευρίζει αρκετά, παρόλο τον όγκο του βιβλίου κύλησε πολύ γρήγορα. Ίσως αυτό
που να δυσκόλεψε λίγο είναι το λεξιλόγιο του συγγραφέα, λόγω της ζακυνθινής
διαλέκτους… Αν το συνηθίσεις όλα βαίνουν καλώς.
Σας
παραθέτω ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο:
Στον ζωγράφο το κομπλιμέντο αυτό έκαμε
εντύπωση. Η μικρή μαθήτρια του Πολυτεχνείου του μιλούσε ίσα ίσα για ένα έργο
του, που ενώ αυτός το αγαπούσε καλύτερα απ’ όλα, δεν άρεσε καθόλου στον κόσμο
και στους κριτικούς. Το πρόσωπό του φωτίστηκε αμέσως από ένα χαμόγελο.
«Αλήθεια, λοιπόν» είπε «σας άρεσε η αυλή
μου;
«Μα καθίστε δω να τα πούμε… αφού δεν χορεύετε
κιόλα σαν και μένα…». Και της έδειξε ένα καναπεδάκι για δυο, που ήταν στο
κούφωμα ενός παράθυρου, μισοσκεπασμένο από τους μπερντέδες.
Ο
Πιερότος εκάθισε με τη μεγαλύτερη προθυμία, και τότε μόνο ο Ανάστης άκουσε τον
ήχο των κουδουνιών του.
«Μπα;» γέλασε ενώ καθόταν κι αυτός «έχετε
κουδούνια;». Ο Πιερότος κούνησε απλώς τα χέρια του με τα πλατιά κουδουνάτα
μανίκια.
Τι τον έμελε τώρα για τα κουδούνια της
αποκριάτικης φορεσιάς; Κι εξακολούθησε να μιλεί σοβαρά για την εικόνα: «Πώς
φουρκίστηκα, όταν είδα να την κατηγορούν οι εφημερίδες!»
Σας βεβαιώ, μου ήρθε να βγω να τους
απαντήσω:
“Είστε ηλίθιοι! Δεν ξέρετε τι σας γίνεται!
Μα είδατε ποτέ σε Έκθεση τέτοιο αριστούργημα;”».
«Και όμως» είπε ο ζωγράφος «για να μου το
κατηγορήσουν τόσο οι κριτικοί, δεν πουλήθηκε. Τα άλλα δυο, αν και τόσο μέτρια,
μου τα πήραν. Αυτό που κάτι άξιζε, δεν το καταδέχτηκε κανείς. Δεν μου
κακοφάνηκε όμως. Το αγαπώ τόσο, που θέλω να το έχω πάντα στο ατελιέ μου».
«Τι ωραία πράγματα που θα έχετε εκεί μέσα!»
έκαμε η Θάλεια.
«Αλήθεια, εγώ δεν είδα άλλα δικά σας, παρά
τα τρία που είχατε φέτος στο Ζάππειο, και τα δυο πέρσι στον Παρνασσό…»
«Α,
τις “Μυγδαλιές”».
«Ναι, και τους “Ανεμόμυλους”».
«Τα
θυμάστε, βλέπω…»
«Μα ξεχνιούνται έργα σαν τα δικά σας; Χωρίς
να σας κολακέψω, τα θεωρώ τα ανώτερα που παρουσίασε ως τώρα η ελληνική
ζωγραφική».
«Η
ιδέα σας… Άλλοι τα θεωρούν τα κατώτερα».
«Α,
όχι, μην το λέτε αυτό, κύριε Ανάστη! Μερικοί μπορεί να μη σας καταλαβαίνουν,
και ίσως να μη σας θαυμάζουν όσο εγώ.
Το
απόσπασμα που σας παραθέτω είναι η πρώτη γνωριμία του Ανάστη με την Θάλεια και
παρατηρούμε την ευγένεια αλλά και τον τρόπο που μιλούσαν και βέβαια τον
θαυμασμό της Θάλειας απέναντι τον Ανάστη. Αξίζει να το διαβάσουν όλοι. Η γραφή
του Γρηγόριου Ξενόπουλου έχει μια ιδιαίτερη μαγεία και ρομαντισμό που δεν
αφήνει κανέναν ασυγκίνητο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου