Οι Άθλιοι (1862) είναι μυθιστόρημα του Γάλλου συγγραφέα Βίκτωρος Ουγκώ και αποτελεί ένα από τα δημοφιλέστερα μυθιστορήματα του δεκάτου ενάτου αιώνα. Ασχολείται με τις ζωές αρκετών Γάλλων χαρακτήρων, οι οποίες αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, για μια περίοδο άνω των είκοσι ετών στις αρχές του δεκάτου ενάτου αιώνα. Οι Άθλιοι περιλαμβάνουν μία σειρά ιστοριών, συνδετικός άξονας των οποίων είναι αυτή του πρώην καταδίκου Γιάννη Αγιάννη, γνωστού στη φυλακή με τον αριθμό 24601, ο οποίος γίνεται μία δύναμη του καλού πάνω στη γη, χωρίς όμως να μπορεί να ξεφύγει από το παρελθόν του. Το μυθιστόρημα απαρτίζεται από πέντε μέρη, το καθένα από τα οποία χωρίζεται σε βιβλία, τα οποία με τη σειρά τους χωρίζονται σε κεφάλαια. Κάθε κεφάλαιο είναι σχετικά μικρό, συνήθως απαρτίζεται από μερικές σελίδες.
«Το
βιβλίο που έχει μπρος του ο αναγνώστης αυτή τη στιγμή είναι, απ’ τη μια άκρη
του στην άλλη, στο σύνολό του και στις λεπτομέρειές του, ανεξάρτητα απ’ τις
παρεκβάσεις, τις εξαιρέσεις και τις ελλείψεις, η πορεία απ’ το κακό στο καλό,
απ’ το άδικο στο δίκαιο, απ’ το ψεύτικο στο αληθινό, απ’ τη νύχτα στη μέρα, απ’
το ένστικτο στη συνείδηση, απ’ τη σήψη στη ζωή, απ’ την κτηνωδία στο καθήκον,
απ’ την κόλαση στον ουρανό.» -Βίκτωρ Ουγκώ-
Ένα κλασσικό αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας που συγκλονίζει και καθηλώνει με την υπέροχη αυτή ιστορία και τους εξαιρετικούς χαρακτήρες. Αντιπολεμικό, συγκινητικό, ανθρώπινο. Ένα διαμάντι της λογοτεχνίας. Πλούσιες περιγραφές, πλοκή που σε απορροφά, πληθώρα θεμάτων με φόντο τη Γαλλία του 19ου αιώνα, αλλά το καλύτερο πράγμα σε αυτό το βιβλίο είναι οι περίπλοκοι και ταυτόχρονα ανθρώπινοι χαρακτήρες που παρουσιάζει. Η χρήση της γλώσσας, την χειρίζεται υπέροχα ο συγγραφέας, τοποθετεί πολλά επίθετα και έτσι την κάνει πλούσια την περιγραφή. Μαγικός ο τρόπος που αναλύει σε βγάζει από κόπο να σκεφτεί αλλά προβληματίζεσαι για τα κοινωνικά μηνύματα που θέλει να περάσει. Θίγει πολιτικά, κοινωνικά, θρησκευτικά θέματα και αξίες. Τονίζει την διαφθορά των ανθρώπων εξαιτίας της φτώχειας και της έλλειψης παιδείας.
«... «Οι Άθλιοι» γράφτηκαν για όλα τα έθνη. Δεν ξέρω αν θα διαβαστούν απ' όλους, όμως εγώ για όλους τούς έγραψα. (...)
Όπου ο άνθρωπος ζει αμόρφωτος και απελπισμένος, όπου η γυναίκα πουλάει το κορμί
της για μια μπουκιά ψωμί, όπου το παιδί υποφέρει από αγραμματοσύνη κι από
έλλειψη παιδείας, το βιβλίο των "Αθλίων" χτυπά την πόρτα φωνάζοντας
δυνατά:
-Ανοίξτε μου! Έρχομαι για σας!
Στο σκοτεινό σημείο όπου βρίσκεται ο σημερινός πολιτισμός, ο άθλιος ονομάζεται
ΑΝΘΡΩΠΟΣ, που αγωνιά κάτω απ' όλα τα κλίματα και τα καθεστώτα, που στενάζει σ'
όλες τις γλώσσες».
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ:
“Ο Γιάννης Αγιάννης ήτανε, καθώς είπαμε,
άνθρωπος αμόρφωτος· όχι όμως ηλίθιος. Υπήρχε μέσα του αναμμένη η κοινή φλόγα, η
έμφυτη. Η δυστυχία, που έχει κι αυτή το δικό της το φως, μεγάλωσε το λυκαυγές
που υπήρχε στο πνεύμα αυτό. Κάτω από το ραβδί, απ’ τα δεσμά, στη φυλακή, στις
αγγαρείες, κάτω από το φλογερό ήλιο του κατέργου, πάνω στο ξύλινο κρεβάτι των
καταδίκων εξήτασε τη συνείδησή του κι εσχημάτισε σκέψη. Έκαμε ο ίδιος τον εαυτό
του δικαστήριο.
Και πρώτα άρχισε ν’ ανακρίνει ο ίδιος τον
εαυτό του. Είδε πως δεν ετιμωρήθηκε άδικα· ανεγνώρισε πως δεν ήταν αθώος.
Παραδέχθηκε πως είχε κάμει μια αξιόμεμπτη πράξη, ότι αν ζητούσε εκείνο το ψωμί
που είχε αρπάξει, ίσως δεν θα του το αρνιόνταν· ότι, οπωσδήποτε ήτανε
προτιμότερο να το περιμένει, είτε από τη ζητιανιά είτε από τη δουλειά, ότι
μπορούν ν’ απαντήσουν καταφατικά στην ερώτηση: «μπορώ να περιμένω όταν πεινάω;»
Ότι αυτός δεν είναι λόγος· ότι, πρώτα πρώτα, είναι σπανιότατο να πεθάνει κανείς
από την πείνα· έπειτα, δυστυχώς ή ευτυχώς, ο άνθρωπος είναι έτσι πλασμένος,
πότε να υποφέρει πολύν καιρό, να υποφέρει πολύ ψυχικά και σωματικά χωρίς να
πεθαίνει· ότι χρειαζότανε λοιπόν υπομονή, ότι αυτό θάτανε το καλύτερο, έστω και
για τα φτωχά ανήλικα εκείνα παιδιά· ότι ήτανε τρέλα το να θελήσει αυτός,
άρρωστος και δυστυχισμένος άνθρωπος, να πιάσει την κοινωνία ολόκληρη από το
λαιμό και να φαντασθεί ότι γλιτώνει κανείς από την φτώχεια με την κλεψιά, ότι
οπωσδήποτε είναι πολύ κακή πόρτα για να βγει από τη φτώχεια, η πόρτα από την
οποία μπαίνει κανείς στην ατιμία· ότι τέλος έφταιξε.
Έπειτα αναρωτιότανε.
Αν αυτός ήταν ο μόνος φταίχτης στην ιστορία
αυτή. Αν πρώτα πρώτα, δεν ήτανε πράγμα σοβαρό το να λείψει δουλειά σ’ αυτόν που
ήταν δουλευτής· το να λείψει ψωμί σ’ αυτόν που ήταν εργατικός. Αν έπειτα αφού
το φταίξιμο έγινε κι εξομολογήθηκε, δεν ήταν τιμωρία βαριά και υπερβολική. Αν
δεν έκανε μεγαλύτερη κατάχρηση ο νόμος στην ποινή, παρ’ όση ο ένοχος στο
φταίξιμο. Αν ο ζυγός, με τον οποίον ζυγίζεται το δίκαιο, έχει τις πλάστιγγες
ισόρροπες, και δεν είναι βαρύτερη η ζυγαριά όταν μπαίνει το αντίποινο. Αν η
επιβάρυνσις της ποινής δεν σβήνει το φταίξιμο, κι αν δεν στρέφει το πράγμα προς
το αντίθετο μέρος, βάζοντας, στη θέση του εγκλήματος του ενόχου, το έγκλημα του
τιμωρού, μεταβάλλοντας τον ένοχο σε θύμα, τον οφειλέτη σε δανειστή, και
στρέφοντας οριστικά το δίκαιο μάλλον προς το μέρος εκείνου που το παραβίασε. Αν
αυτή η ποινή, που επιβαρύνεται σε κάθε απόπειρα δραπετεύσεως, δεν καταντά στο
τέλος κατάχρησις του ισχυροτάτου εις βάρος του ασθενεστέρου, έγκλημα της
κοινωνίας κατά του ατόμου, έγκλημα που επαναλαμβάνεται κάθε μέρα και που
βάσταξε δεκαεννιά χρόνια. Αναρωτήθηκε αν η ανθρώπινη κοινωνία έχει το δικαίωμα
να εξαναγκάζει τα μέλη της να υπομένουν, στη μια περίπτωση την παράλογη
απρονοησία της, στην άλλη δε την άσπλαγχνη πρόνοιά της, και να φυλακίζει για πάντα
ένα φτωχόν άνθρωπο, ανάμεσα σε μιαν έλλειψή της και σε μιαν υπερβολή της·
έλλειψη μεν δουλειάς γι’ αυτόν, υπερβολής δε τιμωρίας εναντίον του.
Αν δεν είναι πολύ κακό το να φέρνεται έτσι η
κοινωνία προς εκείνα μάλιστα τα μέλη της που τους έτυχε ο μικρότερος κλήρος
στην από τύχη γενόμενη μοιρασιά των αγαθών, κι επομένως είναι πιο πολύ άξια
επιεικείας. Σκεπτόμενος αυτά τα ζητήματα και λύνοντάς τα, έκρινε κι αυτός την
κοινωνία και την κατεδίκασε.
Την κατεδίκασε σε τί; Στο μίσος του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου