Το διαχρονικό
αριστούργημα της σπουδαίας Χάρπερ Λι φωτίζει με χιούμορ, ειλικρίνεια και
μια γλυκιά νοσταλγική τρυφερότητα την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης φύσης και το
μεγαλείο της ανθρώπινης ψυχής. Η Σκάουτ, ο Τζεμ, ο Μπου Ράντλεϊ,
ο Άτικους Φιντς και η κωμόπολη του Μέικομπ της Αλαμπάμα παίρνουν
σάρκα και οστά μέσα από τα ευφάνταστα καρέ του Βρετανού Fred Fordham.
Χαρακτηρίστηκε σχεδόν αμέσως μόλις κυκλοφόρησε, το 1960, κλασικό. Βραβεύτηκε
με Πούλιτζερ έναν χρόνο αργότερα, έγινε οσκαρική ταινία το
1962 και απέφερε στη συγγραφέα τρεις
τιμητικές διακρίσεις από τρεις Αμερικανούς
Προέδρους (Τζόνσον-Μπους-Ομπάμα) για την προσφορά της στη λογοτεχνία! Μια
συγκινητική ιστορία για την αθωότητα και την αδικία, την υποκρισία και τον ηρωισμό,
το φυλετικό ζήτημα και τη σκληρή πραγματικότητα στον αμερικανικό Νότο της
δεκαετίας του 1930.
Ένα από τα πιο
αγαπημένα μυθιστορήματα που γράφτηκαν ποτέ, το "Όταν σκοτώνουν τα
κοτσύφια" συγκαταλέγεται ανάμεσα στα αξιολογότερα κλασικά έργα της
σύγχρονης λογοτεχνίας. μεταφράστηκε σε πάνω από σαράντα γλώσσες και μεταφέρθηκε
με μεγάλη επιτυχία στον κινηματογράφο. Επίσης, σε ψηφοφορία που διεξήγαγε το
περιοδικό "Library Journal" στις ΗΠΑ, αναδείχθηκε το καλύτερο
μυθιστόρημα του εικοστού αιώνα.
Συγκινητικό, καλογραμμένο,
βαρύ και άλλα τόσα που το κάνουν ένα βιβλίο που πρέπει να διαβαστεί. Άριστο στο
είδος του Τρυφερό ακόμα και όταν περιγράφει τη σκληρότητα, ανακινεί στον
αναγνώστη αισθήματα νοσταλγίας, θυμού, ελπίδας, επικοινωνεί με το καλύτερο
κομμάτι που υπάρχει μέσα μας τόσο συναισθηματικά όσο και ιδεολογικά.
Δοσμένο με μια δόση αθωότητας. Μέσα από την παιδική ματιά, καλλιεργεί στον
αναγνώστη με τον δικό του μοναδικό τρόπο την ευαισθησία γύρω από τις κοινωνικές
ανισότητες και αδικίες, τις διακρίσεις, τις προκαταλήψεις. Οι στιγμές κορύφωσης
της αφήγησης αφήνουν εσωτερικό αποτύπωμα στον αναγνώστη. Τρυφερό,
συγκινητικό, δοσμένο με μια δόση αθωότητας.
Αποτελεί ένα
σκληρό και τραγικό μυθιστόρημα, το οποίο, αν το διαβάσεις, θα συνειδητοποιήσεις
αμέσως γιατί εκδόθηκε σε πάνω από 50.000.000 αντίτυπα, δεν μπορείς να το
αφήσεις από τα χέρια σου, γιατί διαβάζεις με απλό τρόπο την εξιστόρηση των
γεγονότων από ένα κοριτσάκι, την Σκάουτ, η οποία παλεύει να κατανοήσει τον
παραλογισμό που κατακλύζει τους ενήλικες του Μέικομπ, μια επαρχιακή πόλη της
Αλαμπάμα. Οι λέξεις με τον τρόπο που χρησιμοποιούνται από την σπουδαία
Χάρπερ Λι ρέουν στα μάτια σου και στην ψυχή σου και κατακλύζεσαι από τα
συναισθήματα των ηρώων.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ:
«Η Νέα Υόρκη. Η
νέα Υόρκη; Θα σας πω: Η Νέα Υόρκη έχει όλες τις απαντήσεις. Υπάρχουν ενώσεις
Εβραίων και Αγγλόφωνων, υπάρχει το Κάρνεγκι Χολ, υπάρχουν σχολές και ερευνητικά
κέντρα: εκεί μαθαίνεις τις απαντήσεις. Η πόλη ζει με συνθήματα, -ισμούς και
γρήγορες, σίγουρες απαντήσεις. Αυτή τη στιγμή η Νέα Υόρκη μου λέει: Τζιν Λουίζ,
δεν αντιδράς σύμφωνα με τις αρχές της φυλής σου, αρά δεν υπάρχεις. Τα καλύτερα
μυαλά αυτής της χώρας μας λένε ποια είσαι: μια κοπέλα από τον Νότο. Δεν μπορείς
να ξεφύγεις από αυτό που είσαι-δεν σε κατηγορούμε για τίποτα, αλλά η συμπεριφορά
σου προκύπτει από τους κανόνες και τα δόγματα του Νότου. Μην προσπαθείς να
γίνεις κάτι που δεν είσαι.
Απάντησε νοερά:
Όσα συμβαίνουν τελευταία στην οικογένειά μου είναι μια παρεξήγηση. Από αυτή την
οικογένεια έμαθα όσα έμαθα για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Από τη Νέα Υόρκη, το
μόνο που έμαθα είναι η καχυποψία. Δεν ήξερα τι σημαίνει μίσος προτού βρεθώ στη
Νέα Υόρκη, όπου είδα τον ένα να μισεί τον άλλον. Χρειάστηκαν νόμοι για να
εμποδίσουν το μίσος. Περιφρονώ τις γρήγορες απαντήσεις, τα συνθήματα στον υπόγειο
σιδηρόδρομο: προπάντων περιφρονώ τους κακούς τρόπους, την αγένεια της Νέας
Υόρκης, που ποτέ δεν πρόκειται να αποβάλει.
Ένας άνθρωπος
που ήταν ευγενής, ακόμα και στους σκίουρους καθόταν στο δικαστήριο και εξωθούσε
σε δράση τα πιο στενοκέφαλα ανθρωπάρια. Κι όμως, η Τζιν Λουίζ τον είχε δει ξανά
και ξανά στο παντοπωλείο να περιμένει στην ουρά πίσω από τους Νέγρους. Είχε δει
τον κύριο Φρεντ να σηκώνει με απορία τα φρύδια και τον πατέρα της να κουνάει
καθησυχαστικά το κεφάλι. Ήταν το είδος του ανθρώπου που περίμενε ενστικτωδώς,
τη σειρά του: είχε καλούς τρόπους.
Άκου, αδελφούλα,
τα ξέρουμε τα γεγονότα: πέρασες είκοσι ένα χρόνια από τη ζωή σου στη χώρα του
λιντσαρίσματος, σε μια κομητεία όπου τα δυο τρία του πληθυσμού είναι Νέγροι
αγρότες. Σταμάτα το θέατρο.
Δεν θα με
πιστέψετε, αλλά θα σας το πω: μέχρι τώρα κανείς στην οικογένεια μου δεν είχε
προφέρει τη λέξη “αράπης”. Ποτέ δεν έμαθα να σκέφτομαι με όρους “αράπηδων”.
Μεγάλωσα μαζί με μαύρους: στην Καλπούρνιά, τον Ζίμπο που δούλευε στο
απορριμματοφόρο, τον Τομ που ήταν κηπουρός και άλλους που δεν θυμάμαι τα
ονόματά τους. Γύρω μου υπήρχαν εκατοντάδες Νέγροι που δούλευαν στα χωράφια, που
μάζευαν το μπαμπάκι, που δούλευαν στην οδοποιία, που πριόνιζαν ξύλα και
έφτιαχναν σπίτια. Ήταν μπατίρηδες, μερικοί ήταν άρρωστοι, βρόμικοι, οκνηροί και
χαραμοφάηδες, αλλά ποτέ δεν μου πέρασε από το μυαλό να τους περιφρονήσω, να
τους φοβηθώ, να τους φερθώ με αγένεια ή να τους κακομεταχειριστώ χωρίς να
τιμωρηθώ γι’αυτό. Πράγματι ζούσαν στο δικό τους κόσμο και εγώ ζούσα στον δικό μου.
Όταν πηγαίναμε για κυνήγι, δεν καταπατούσαμε τη γη τους, όχι επειδή ήταν
νέγρικη, αλλά επειδή δεν καταπατούσαμε ξένη γη. Έμαθα να μην εκμεταλλεύομαι
κανέναν που είναι λιγότερο τυχερός από μένα, είτε στο μυαλό είτε στα πλούτη,
είτε στην κοινωνική θέση-κανέναν, είτε είναι Νέγρος είτε είναι οτιδήποτε άλλο.
Έμαθα ότι η εκμετάλλευση είναι απαράδεκτη. Έτσι με μεγάλωσαν μια μαύρη γυναίκα
και ένας λευκός άντρας»