Πρόκειται για το λογοτεχνικό αριστούργημα του Καραγάτση το οποίο είναι ένα λεπτομερές ψυχογράφημα και αποτελεί την αναθεωρημένη μορφή του 1953, ενώ η α΄ έκδοση είχε γίνει το 1936 με τίτλο «Χίμαιρα». Το μυθιστόρημα είναι ένα λεπτομερές ψυχογράφημα. Ο συγγραφέας καταπιάνεται με ένα γυναικείο χαρακτήρα και τον αναλύει συστηματικά. Η ιστορία της Μαρίνας, μιας νεαρής Γαλλίδας που ερωτεύεται, παντρεύεται και ακολουθεί τον άνδρα της στη Σύρο, στο πατρικό του σπίτι της Επισκοπής. Εκεί ζει, κάτω από τον βαρύ, αποδοκιμαστικό ίσκιο της πεθεράς της. Καθώς η Μαρίνα συνδέει την τύχη της με τα βαπόρια του άνδρα της, κάθε ψυχική της αναταραχή έχει περίεργες συνέπειες πάνω στη ζωή τους. Όταν έρχεται η οικονομική καταστροφή που είναι συνδεδεμένη με την ψυχική φθορά της ηρωίδας, τότε όλα μπαίνουν στο φαύλο κύκλο του έρωτα και του θανάτου.
Ο τρόπος γραφής του φαίνεται ότι θέλει να γράψει εσωτερικό μονόλογο… Βασικό στοιχείο της αφήγησης είναι το γεγονός ότι δεν χρησιμοποιεί, ούτε ευθύς, ούτε πλάγιος λόγος. Δημιούργησε χαρακτήρες που είναι ευάλωτοι μπροστά στα πάθη και στις αδυναμίες και παραδίνονται σε αυτά, με αποτέλεσμα να γίνονται προσιτοί στους αναγνώστες που το διαβάζουν. Είναι εκπρόσωπος της ηθογραφίας και το κάνει υπέροχα! Περιγράφει τα άπιαστα όνειρα, για κρυφές ελπίδες και τα λάθη που έχουν γίνει και θέλουν να τα διορθώσουν. Είναι ένα ανάγνωσμα που αγαπήθηκε από μένα και είναι ελπίζω να αγαπηθεί!
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ:
[...]
Η Μήδεια. Δεν υπάρχει
διεισδυτικότερη κι οριστικότερη ανάλυση του γυναικείου ερωτικού προβλήματος. Ο
Ευριπίδης είπε την τελευταία λέξη. Είχε αποστηθίσει όλη την τραγωδία από τον
πρώτο ώς το στερνό στίχο. Όταν η ώρα του φροντιστηρίου κόντευε στο τέλος, ο καθηγητής
έκλεινε τα βιβλία κι έλεγε:
— Και τώρα, η δεσποινίς Μπαρέ θα μας
απαγγείλει Μήδεια.
Σηκωνόταν όρθια κι απάγγελλε στάσιμα
και χορικά, χρωματίζοντάς τα μ’ έκφραση παθητική.
Ο καθηγητής κουνούσε το κεφάλι με
θαυμασμό:
— Εἰ μή τῇ Καλλιόπῃ ἐμαθήτευσας, Μελπομένην
προσῆκε σοι ὑπηρετεῖν.
— Τῇ προρρήσει σου σφάλλεις, ὦ ἀγαθέ.
Θάλειαν καί Τερψιχόρην προσήκει μοι λατρεύειν· καί μουσικαῖς αἰθούσαις κόρδακα ὀρχουμένη,
ἄνδρας ἐρεθίζειν καί πορνείαν ἐκδίδεσθαι.
Ο καθηγητής σιωπούσε και την κοίταζε
με τα πανέξυπνα μάτια του. Οι συμφοιτητές της όμως γελούσαν, γιατί ήξεραν την
ακλόνητη αρετή της — δεν είχε ακουστεί ποτέ, το παραμικρό.
«Η Μήδεια μου γίνηκε πάθος. Η
γυναίκα, που από ερωτική ζήλια σκοτώνει τα παιδιά της, είναι ψυχοπαθής; Νά, το
ερώτημα που με τυράννησε... Όχι, δεν είναι ψυχοπαθής. Αν ήταν, δεν θα ενέπνεε
τη μεγαλοφυΐα του Ευριπίδη, που δεν αναζητάει ποτέ τα θέματα των τραγωδιών του
στον κύκλο της νοσηρότητας. Η Μήδεια είναι ο φυσιολογικός άνθρωπος, που το
ερωτικό πάθος τού συσκοτίζει το λογικό, όπως στον κάθε φυσιολογικό άνθρωπο.
Κατ’ αντιδιαστολήν συμπέρασμα: ο άνθρωπος που δεν μπορεί να νιώσει ένα τέτοιο
πάθος, δεν είναι φυσιολογικός.»
Σήμερα, ύστερ’ απ’ όσα γίνηκαν, η
έξαλλη εκείνη εγκεφαλική της σύλληψη την κάνει να εξοργίζεται με τον εαυτό της.
Όπως ακριβώς αφηνίασαν οι δεκαοχτώ καθηγητές της Φιλοσοφικής Σχολής, όταν τους
ανέπτυξε αυτήν την ανόητη θεωρία επιστημονικά διατυπωμένη. Λύσσαξαν, ούρλιαξαν.
Αλλά δεν μπόρεσαν να της αρνηθούν τον τίτλο του διδάκτορα.
[...]
Πρόκειται για το λογοτεχνικό αριστούργημα του Καραγάτση το οποίο είναι ένα λεπτομερές ψυχογράφημα και αποτελεί την αναθεωρημένη μορφή του 1953, ενώ η α΄ έκδοση είχε γίνει το 1936 με τίτλο «Χίμαιρα». Το μυθιστόρημα είναι ένα λεπτομερές ψυχογράφημα. Ο συγγραφέας καταπιάνεται με ένα γυναικείο χαρακτήρα και τον αναλύει συστηματικά. Η ιστορία της Μαρίνας, μιας νεαρής Γαλλίδας που ερωτεύεται, παντρεύεται και ακολουθεί τον άνδρα της στη Σύρο, στο πατρικό του σπίτι της Επισκοπής. Εκεί ζει, κάτω από τον βαρύ, αποδοκιμαστικό ίσκιο της πεθεράς της. Καθώς η Μαρίνα συνδέει την τύχη της με τα βαπόρια του άνδρα της, κάθε ψυχική της αναταραχή έχει περίεργες συνέπειες πάνω στη ζωή τους. Όταν έρχεται η οικονομική καταστροφή που είναι συνδεδεμένη με την ψυχική φθορά της ηρωίδας, τότε όλα μπαίνουν στο φαύλο κύκλο του έρωτα και του θανάτου.
Ο τρόπος γραφής του φαίνεται ότι θέλει να γράψει εσωτερικό μονόλογο… Βασικό στοιχείο της αφήγησης είναι το γεγονός ότι δεν χρησιμοποιεί, ούτε ευθύς, ούτε πλάγιος λόγος. Δημιούργησε χαρακτήρες που είναι ευάλωτοι μπροστά στα πάθη και στις αδυναμίες και παραδίνονται σε αυτά, με αποτέλεσμα να γίνονται προσιτοί στους αναγνώστες που το διαβάζουν. Είναι εκπρόσωπος της ηθογραφίας και το κάνει υπέροχα! Περιγράφει τα άπιαστα όνειρα, για κρυφές ελπίδες και τα λάθη που έχουν γίνει και θέλουν να τα διορθώσουν. Είναι ένα ανάγνωσμα που αγαπήθηκε από μένα και είναι ελπίζω να αγαπηθεί!
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ:
[...]
Η Μήδεια. Δεν υπάρχει
διεισδυτικότερη κι οριστικότερη ανάλυση του γυναικείου ερωτικού προβλήματος. Ο
Ευριπίδης είπε την τελευταία λέξη. Είχε αποστηθίσει όλη την τραγωδία από τον
πρώτο ώς το στερνό στίχο. Όταν η ώρα του φροντιστηρίου κόντευε στο τέλος, ο καθηγητής
έκλεινε τα βιβλία κι έλεγε:
— Και τώρα, η δεσποινίς Μπαρέ θα μας
απαγγείλει Μήδεια.
Σηκωνόταν όρθια κι απάγγελλε στάσιμα
και χορικά, χρωματίζοντάς τα μ’ έκφραση παθητική.
Ο καθηγητής κουνούσε το κεφάλι με
θαυμασμό:
— Εἰ μή τῇ Καλλιόπῃ ἐμαθήτευσας, Μελπομένην
προσῆκε σοι ὑπηρετεῖν.
— Τῇ προρρήσει σου σφάλλεις, ὦ ἀγαθέ.
Θάλειαν καί Τερψιχόρην προσήκει μοι λατρεύειν· καί μουσικαῖς αἰθούσαις κόρδακα ὀρχουμένη,
ἄνδρας ἐρεθίζειν καί πορνείαν ἐκδίδεσθαι.
Ο καθηγητής σιωπούσε και την κοίταζε
με τα πανέξυπνα μάτια του. Οι συμφοιτητές της όμως γελούσαν, γιατί ήξεραν την
ακλόνητη αρετή της — δεν είχε ακουστεί ποτέ, το παραμικρό.
«Η Μήδεια μου γίνηκε πάθος. Η
γυναίκα, που από ερωτική ζήλια σκοτώνει τα παιδιά της, είναι ψυχοπαθής; Νά, το
ερώτημα που με τυράννησε... Όχι, δεν είναι ψυχοπαθής. Αν ήταν, δεν θα ενέπνεε
τη μεγαλοφυΐα του Ευριπίδη, που δεν αναζητάει ποτέ τα θέματα των τραγωδιών του
στον κύκλο της νοσηρότητας. Η Μήδεια είναι ο φυσιολογικός άνθρωπος, που το
ερωτικό πάθος τού συσκοτίζει το λογικό, όπως στον κάθε φυσιολογικό άνθρωπο.
Κατ’ αντιδιαστολήν συμπέρασμα: ο άνθρωπος που δεν μπορεί να νιώσει ένα τέτοιο
πάθος, δεν είναι φυσιολογικός.»
Σήμερα, ύστερ’ απ’ όσα γίνηκαν, η
έξαλλη εκείνη εγκεφαλική της σύλληψη την κάνει να εξοργίζεται με τον εαυτό της.
Όπως ακριβώς αφηνίασαν οι δεκαοχτώ καθηγητές της Φιλοσοφικής Σχολής, όταν τους
ανέπτυξε αυτήν την ανόητη θεωρία επιστημονικά διατυπωμένη. Λύσσαξαν, ούρλιαξαν.
Αλλά δεν μπόρεσαν να της αρνηθούν τον τίτλο του διδάκτορα.
[...]