Ο τσακωμός μου με τον Τάκη ήταν πάρα
πολύ έντονος και φοβάμαι ότι θα ξυπνούσε το μικρό. Πάω να δω αν κοιμάται... Μπαίνω
στο δωμάτιο του, είναι ξαπλωμένο στην κούνια του και κοιμάται αμέριμνο μην
ξέροντας τι έχει πριν από λίγο. Νιώθω ανακούφιση, που δεν το αναστατώσαμε. Το
φιλάω και το χαϊδεύω απαλά για να μην το ξυπνήσω και βγαίνω αθόρυβο από το
δωμάτιό του. Γυρνώντας στο σαλόνι
παρατηρώ ότι δεν είναι εκεί ο άνδρας μου.
Ευτυχώς γιατί δεν ήθελα να συνεχιστεί
ο καβγάς. Η ώρα έχει πάει 12 όταν ακούω το κλειδί στην πόρτα και μπαίνει μέσα ο
άντρας μου. Περπατάει προς το μέρος μου και κάθεται δίπλα μου μετανιωμένος.
«Συγνώμη μωρέ. Είσαι όμως παράλογη, η
μάνα μου δεν θέλει σε καμία περίπτωση να μας χωρίσει. Απλά είναι λίγο ιδιότροπη
και μου έχει αδυναμία.»
«Τάκη δεν θέλω να ανοίξω πάλι αυτή τη
συζήτηση, ίσως κάποια στιγμή να το καταλάβεις και μόνος σου. Όμως την επόμενη
φορά που θα επέμβει πάλι να ξέρεις ότι θα μιλήσω. Απλά σε προειδοποιώ για να
μην έχουμε πάλι τσακωμούς.»
«Ωραία βρε αγάπη μου, ηρέμησε τώρα
μην ξυπνήσεις το μπέμπη πάμε να κοιμηθούμε και αύριο τα συζητάμε πάλι με καθαρό
μυαλό.
Με φιλάει και μ' αγκαλιάζει πιστεύοντας
ότι θα ξεχάσω το σημερινό γεγονός. Αλλά τα νεύρα μου είναι σπασμένα. Θέλω να
καταλαβαίνει για πιο λόγο αντιδράω. Μέσα στην νύχτα σηκώνομαι για να δω αν το
παιδί μου είναι καλά γιατί γκρίνιαζε όλο την νύχτα. Την επόμενη μέρα, ξυπνάω
εξουθενωμένη από την αϋπνία, και πάω να δω τον μπέμπη μου, μόλις μπαίνω μέσα
αντικρίζω την κούνια άδεια και βάζω τις φωνές.
«Τάκη το παιδί!!! Το παιδί δεν είναι
στην κούνια... Τάκη το πήρε η μάνα σου, πες της να το φέρει τώρα πάνω.»
«Τώρα είσαι παράλογη. Και πως μπήκε από το
παράθυρο;»
«Δεν της έχεις δώσει κλειδιά;»
«Δεν της τα πήραμε πίσω;»
«Αν δεν το έχει πάρει η μητέρα σου,
που είναι το παιδί μας;»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου