Η «Αιολική Γη» θεωρείται έως ένα από σημαντικότερα έργα του συγγραφέα. Ο Ηλίας Βενέζης αναφέρεται στο Αιβαλι της Μικράς Ασίας, όπου είναι οι αναμνήσεις από την παιδική του ηλικία. Στο συγκεκριμένο ανάγνωσμα, έχει δύσκολη γραφή και δεν μπορείς να τα κατανοήσεις όλα… Ο τρόπος που περιγράφει είναι μαγικός αλλά δεν μπορείς να τον παρακολουθήσεις σε κάποια σημεία λόγω των ιδιωματισμών που χρησιμοποιεί, οι περιγραφές του για την φύση αλλά οι ήχοι της και πως τα παρουσιάζει χάνεσαι. Σε αποζημιώνει η άνεση της ελληνικής γλώσσας σε κάνει να τον θαυμάζει όσο και να δυσκολεύει. Είναι ένα παραμύθι για μεγάλους, αρκετά σκληρό όμως.
Ο Βενέζης σε ταξιδεύει στα δικά του μέρη της Μικράς Ασίας με το δικό του μοναδικό τρόπο, και σου αφηγείται όμορφες και δύσκολες στιγμές για τον Ελληνισμό του παρελθόντος. Συνδυάζει την αυτοβιογραφία με την μυθοπλασία τέλεια. Βλέπεις το χρονικό της οικογένειας Γιαννακό Μπιμπελά. Οι χαρακτήρες είναι πολύπλευροι και ολοκληρωμένοι και συνεχώς τους αναπτύσσει. Είναι μια ιστορία για να μην ξεχάσουν οι παλιοί και να μάθουν οι νέοι για τον ξεριζωμό της Μικράς Ασίας. Αν αφεθείς στην ιστορία που θα ταξιδέψει σε μέρη που θα ήθελες πιθανότητα να επισκεφτείς και δεν μπορείς. Η ελληνική κλασική λογοτεχνία μας έχει αφήσει στις επόμενες γενιές, ένα λογοτεχνικό θαύμα που τους βοηθούν να μην ξεχάσουν τις ρίζες τους…
Απόσπασμα:
Τα άστρα όλα έχουν βγει. Ταξιδεύουν στο
Αιγαίο τα παιδικά όνειρά μας. Το κύμα χτυπά τη μάσκα του καϊκιού μας και τα
κοιμίζει. Κοιμηθείτε, όνειρά μας. Στην ξένη χώρα που πάμε πρόσφυγες τι
άραγες να μας περιμένει, τι μέρες να είναι ν’ ανατείλουν; ΤΑΞΙΔΕΥΟΥΝ στο Αιγαίο
τα όνειρά μας.
Η γιαγιά μας κουράστηκε. Θέλει να γείρει το κεφάλι της στα στήθια του πάππου,
που έχει καρφωμένα πίσω τα μάτια του μπας και ξεχωρίσει τίποτα απ’ τη στεριά,
τίποτα απ’ τα Κιμιντένια. Μα πια δε φαίνεται τίποτα. Η νύχτα ρούφηξε μέσα της
τα σχήματα και τους όγκους.
Η γιαγιά γέρνει το κεφάλι της να το ακουμπήσει στα στήθια που την προστατέψανε
όλες τις μέρες της ζωής της. Κάτι την μποδίζει και δεν μπορεί να βρει το κεφάλι
ησυχία: Σαν ένας βόλος να είναι κάτω απ’ το πουκάμισο του γέροντα.
-Τι είναι αυτό εδώ; ρωτά σχεδόν αδιάφορα.
Ο παππούς φέρνει το χέρι του. Το χώνει κάτω απ’ το ρούχο, βρίσκει το μικρό ξένο
σώμα που ακουμπά στο κορμί του και που ακούει τους χτύπους της καρδιάς του.
-Τι είναι;
-Δεν είναι τίποτα, λέει δειλά ο παππούς, σαν παιδί πού έφταιξε. Δεν είναι
τίποτα. Λίγο χώμα είναι.
-Χώμα!
Ναι, λίγο χώμα απ’ τη γη τους. Για να φυτέψουν ένα βασιλικό, της λέει, στον
ξένο τόπο που πάνε. Για να θυμούνται. Αργά τα δάχτυλα του γέροντα ανοίγουν το
μαντίλι όπου είναι φυλαγμένο το χώμα. Ψάχνουν κει μέσα, ψάχνουν και τα δάχτυλα
της γιαγιάς, σα να το χαϊδεύουν. Τα μάτια τους, δακρυσμένα, στέκουν εκεί.
-Δεν είναι τίποτα, λέω. Λίγο χώμα.
Γη, Αιολική Γη, Γη του τόπου μου.
Ένα απόσπασμα που δίνει να καταλάβεις πόση
σημασία έδιναν οι Μικρασιάτες στο τόπο του. Ήταν ιερά τα χώματα, όπως οι
παραδόσεις τους αλλά τα ήθη και αξίες που ήθελαν και περνούσαν στις επόμενες
γενιές σαν παρακαταθήκη για να τις προχωρήσουν και εκείνοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου