Ήταν αρχές του Οκτώβρη, όταν η Μάγδα πήρε ένα πολύ όμορφο δώρο από την νονά της επειδή σε λίγες μέρες ήταν γενέθλια της… Η Μάγδα ήταν πολύ χαρούμενη μ’ αυτή την έκπληξη. Η μικρούλα ξετύλιξε και είδε ένα καταπληκτικό ροζ κουκλόσπιτο και το κοριτσάκι και πριν καν μιλήσει ακούστηκε ένα κεραυνός που φόβισε όλοι.
«Νονά μου, είναι πολύ όμορφο, σε ευχαριστώ πολύ! Θα το πάρω μαζί μου στο δωμάτιο!» είπε και έφυγε στα μέσα δωμάτια.
Σε λίγη ώρα ξέσπασε μια μεγάλη νεροποντή όταν ξεκίνησε το κοριτσάκι να παίζει με το δώρο της. Όταν άρχισε να κουνάει την κούκλα που είχε μέσα στο σπιτάκι, εμφανίστηκε μια λάμψη πάνω από το παιχνίδι και η μικρή Μάγδα μαγεύτηκε, έπειτα από ένα δευτερόλεπτο δια μαγείας το κουκλόσπιτο την τράβηξε μέσα το κοριτσάκι και μόνο που πρόλαβε να ακουστεί είναι: «Βοήθεια!» Δευτερόλεπτα η Μάγδα πέρασε ένα μεγάλο λαβύρινθο από χρώματα και λάμψη μέχρι που βρέθηκε σ’ ένα άγνωστο μέρος. Κοιτούσε γύρω της και άρχισε να φωνάζει…
«Μαμά, νονά, βοήθεια…» και ύστερα έβαλε τα κλάματα γιατί είδε ότι δεν υπήρχε ανταπόκριση.
Περπατούσε σαν χαμένη σε ένα μέρος που κάτι της θύμιζε αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει, κάτι που ίσως το είχε δει κάπου αλλά δεν θυμόταν από που. Ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά της μια όμορφη κοπέλα που έμοιαζε σαν την «Χιονάτη», η μικρή Μάγδα δεν πίστευε στα μάτια της…
«Είσαι η Χιονάτη;» ρώτησε με θαυμασμό, η μικρή.
Εκείνη γέλασε δυνατά… το κοριτσάκι έκανε πίσω κάποια βήματα γιατί ο ήχος του χαμόγελου της την τρόμαξε πάρα πολύ, ήταν πανέμορφη αλλά δεν ήταν γλυκιά όπως το παραμύθι. Τα μαλλιά της ήταν μαύρα, όχι κοντά αλλά μακριά και φορούσε το ίδιο φόρεμα όπως είχε δει στο εικονογραφημένο παραμύθι που είχε στο σπίτι και κρατούσε στο χέρι της ένα φαγωμένο μήλο. Η Μάγδα την κοιτούσε με μεγάλη προσοχή και δεν μιλούσε.
«Τι κοιτάς μικρή;» της είπε με στόμφο.
«Δεν μοιάζεις με την Χιονάτη, που ξέρω…» είπε διστακτικά το κοριτσάκι.
«Τα φαινόμενα απατούν, μην πιστεύεις ότι σου λένε!»
«Θέλω να πάω σπίτι μου, φοβάμαι εδώ.» απάντησε της Χιονάτης, ενώ περπατούσανε.
«Θα γυρίσεις όταν πρέπει!» της είπε σοβαρά.
«Θέλω τώρα!» είπε το κοριτσάκι, φωναχτά.
«Μην κάνεις σαν μωρό και περπάτα δεν θα πάρει η νύχτα…»
Μετά από κάμποση ώρα, αφού διέσχισαν το δάσος φτάσανε σ’ ένα σπίτι που ήταν σαν των εφτά νάνων και η Μάγδα αναθάρρησε κάπως, όταν μπήκε μέσα διαπίστωσε κάτι που δεν μπορούσε να καταλάβει με το παιδικό της μυαλό, δεν υπήρχαν μικροσκοπικά ανθρωπάκια αλλά εφτά άνδρες οι όποιοι έκαναν δουλειές.
«Που είναι οι νάνοι Χιονάτη;»
«Να τοι! Είναι πιο μοντέρνοι αυτοί.»
«Γιατί είμαι εδώ;»
«Μπήκες στο παράλληλο σύμπαν μας!
«Πως;»
«Από το μαγικό κουτί…»
«Εννοείς το κουκλόσπιτο;»
«Ναι.»
Εξήγησε λοιπόν στη Μάγδα ότι κούνησε την κούκλα και μεταφέρθηκε εδώ, και αν θέλει να γυρίσει πίσω έπρεπε να περάσει από δυο δοκιμασίες και αν τα καταφέρει θα επιστρέψει αυτόματα πίσω! Οι δοκιμασίες θα είναι: να ανακαλύψει μέσα στο δάσος τα κομμάτια του μήλου, που έτρωγε η Χιονάτη και να τα βάλει σε ένα καλαθάκι που θα της δώσει η Χιονάτη και το δεύτερο να βρει την χτένα που φόρεσε… Στην αναζήτηση αυτή μαζί με την μικρή Μάγδα θα είναι και ένας άνδρας από τους εφτά που βρισκόντουσαν εκεί. Όλη μέρα έψαχνε χωρίς αποτέλεσμα, είχε απελπιστεί, ώσπου πριν σουρουπώσει ένα σκιουράκι της έδωσε ένα κομμάτι από το μήλο που έψαχνε… Όμως είχε νυχτώσει και γύρισαν αναγκαστικά πίσω. Τότε είδε την κακιά μητριά να μαγειρεύει σούπα, και κόπιασε. Μετά από πολλή πίεση τελικά έφαγε από την σούπα που είχε ετοιμάσει και αποκοιμήθηκε για δυο ολόκληρες μέρες. Όταν ξύπνησε, συνειδητοποίησε ότι ήταν ακόμη εκεί και άρχισε να ψάχνει μανιωδώς τα υπόλοιπα κομμάτια και μετά από πολύ κόπο ευτυχώς τα εντόπισε, όμως πριν πάει πάλι πίσω ένα γατάκι που ήταν δίπλα της, της μίλησε:
«Μην γυρίσεις πίσω, ένωσε τα κομμάτια και έπειτα ακούμπα επάνω την χτένα, για να γυρίσεις πίσω αλλιώς θα μείνεις εδώ και θα σε μαγέψουν όπως και τους εφτά άνδρες.»
«Τι λες;»
«Εγκλωβίζουν ανθρώπους μέσω του παιχνιδιού, τους μαγεύουν και μένουν για πάντα εδώ… Κοίτα να σωθείς!»
«Σ’ ευχαριστώ γατάκι…»
Όλη την υπόλοιπη μέρα έψαχνε την μαγική χτένα και την ανακάλυψε μέσα σε κάτι θάμνους… Αφού τα συνομολόγησε, έβαλε την χτένα επάνω και είδε να βγαίνει μια λάμψη και μέσω του λαβυρίνθου επανήλθε πίσω στο δωμάτιο της. Ξάπλωσε στο κρεβάτι και για μέρες ψηνόταν στο πυρετό, εκείνες τις μέρες έβρεχε και έριχνε κεραυνούς και το κουκλόσπιτο όλο έλαμπε και η μικρή φοβόταν, όταν θα γινόταν καλά θα το κατέστρεφε… όλοι της έλεγαν ότι είχε παραισθήσεις και παραμιλούσε και έλεγε ασυναρτησίες, κανείς δεν την πίστευε!